https://www.dinfo.gr/%cf%80%ce%ad%cf%84%cf%81%ce%bf.../...
Αδολεσχία (:φλυαρία)< ἀδολεσχῶ : ἄδην (επίρρημα) = αρκετά, ακόρεστα + λέσχω < λέγω.
Το πρώτο συνθετικό προέρχεται από τα:ἅδω, ἁνδάνω, ἥδω, ἕδω, ἐσθίω (:τρώω).
Ομόρριζες λέξεις: ἁδρός (=χονδρός), ἀδημονῶ, ἀδηφάγος, ἡδονή (Κούμας, Ετυμολογικόν το Μέγα).
Δράκος, οξυ-δερκής, δορκάς. Από το δέρκομαι, που σημαίνει βλέπω παρατηρώ.Από το ίδιο ρήμα παράγεται και η λέξη δραγάτης (ο βλεπές, από το βλέπω, στην Κρήτη) επάγγελμα που δεν υπάρχει σήμερα και ήταν ο ένστολος αγροφύλακας που είχε ως αρμοδιότητα την προστασία της αγροτικής περιουσίας
Ερμηνεία. Πολλές λέξεις ως περιεχόμενο - σημασία προήλθαν από ιδιότητες Θεών - ημιθέων - ηρώων -κλπ. ή από συνδυασμούς. Ο Ερμής ήταν ο Θεός των μηνυμάτων, κυρίως του Δία.
Η Αθηνά η Θεά της λογικής, του νου. Το γράμμα "Ν-ν"είναι εξαιρετικής σημασίας και ισορροπίας κατά τον Πυθαγόρα. ΟΕρμής έφερνε τα μηνύματα και ο νους (η λογική της Αθηνάς) τα εξηγούσε. Ερμηνεία λοιπόν είναι η λογική επεξήγηση των μηνυμάτων, όσων συμβαίνουν γενικότερα.
Ευαγής: = αγνός, καθαρός, ευσεβής, όσιος, άγιος (Ησύχιος). [< εὖ +.ἄγος = μίασμα, μόλυνση. Επομένως, μπορεί να πάρει και τη σημασία του αμόλυντος, αθώος (Σταματάκος)]
Μετα-νάστευσιςκαί μετα-νάστης ἐκ τοῦ μετά+ναίω=κατοικῶ ἐξ οὗ καί ναός, τό μέρος ὅπου ναίει=κατοικεῖ ὁ Θεός. Ἐκ τοῦ ναίω ὁ νάστης ἐνῶ ἐκ τοῦ νέω=πλέω ὁ ναύτηςκαί ἡ ναῦς. Μεταναστεύω σημαίνει κατοικῶ κάπου ἀλλοῦ, μακρυά ἀπό τόν τόπο μου.
Παλληκάρι, Παλλακίς. Ἡ λέξη "παλλακεία"σημαίνει τὴν συνοίκιση μὲ "πάλλακα"γιὰ ἄῤῥενα, ἢ "παλλακίδα"γιὰ γυνῆ. Προέρχεται ἀπὸ τὴν δωρικὴ λέξη "πάλλαξ"=ὁ νέος, ἢ ἡ νέα, ἢ "πάλληξ"καὶ χρησιμοποιεῖται τουλάχιστον ἀπὸ τὴν Ὁμηρικὴ ἐποχή! Ἡ λέξη "πάλλαξ"δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα "πάλλω". Δὲν βγάζει ἄλλωστε καὶ νόημα, αὐτὴ ἡ ἐτυμολογία. Σύμφωνα μὲ τὸν Κων. Κούμα καὶ τὸν Φαβωρῖνο, προέρχεται ἀπὸ τὸ "μείραξ"=τὸ μειράκιον=τὸ ἄτομο νεαρῆς ἡλικίας, μὲ μεταβολὴ τοῦ (μ) σὲ (π), ὅπως στὴν λέξη "μετά"="πέδα"! Εἴχαμε δηλαδὴ "μείραξ">"μάλλαξ">"πάλλαξ", καὶ τὸ (ει-η) σὲ (α), ὅπως τὸ ἅληξ-ἥλιξ, ἡλίκος-ἁλίκος, κλπ.! Ἀπὸ τὸ "πάλληξ"πήραμε καὶ τὸ "παλληκάριον"-"παλληκάρι"! (Εὐστάθιος ὁ Θεσσαλονίκης, Κων. Κούμας, Βαρ. Φαβωρῖνος, Ἀνθ. Γαζῆς)
Όνειδος. Ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις γιὰ τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξης. Οἱ περισσότεροι συμφωνοῦν στὴν καταγωγὴ της ἀπὸ τὴν λέξη "ὀνῶ"ἢ "ὄνομαι"=μέμφομαι, κατηγορῶ, ὑβρίζω, ἀλλὰ καὶ ἐπαινῶ, ἐπεφημῶ, καὶ τὴν λέξη "εἶδος"=ὅ, τι φαίνεται, μπορεῖ νὰ τὸ εἰδεῖ κάποιος. Ἡ λέξη ἀναφέρεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο! Ὁ Εὐστάθιος μᾶς λέει ὅτι μπορεῖ νὰ βρεθεῖ καὶ ὡς ἀρσενικοῦ γένους(ὁ ὄνειδος)! Ὁ Ὠρίων, καὶ ὁ Εὐδαίμων, τὴν ἐτυμολογοῦν ἐκ τῶν λέξεων "ὄν"+"εἶδος", δηλαδὴ, κάθε ὄν, εἴδεσθαι! Ὁ Ἡρωδιανὸς, λέει, ἀπὸ τὸ "ὀνῶ" + εἶδος".(Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα, Κ. Κούμας, Εὐστάθιος ὁ Θεσσαλονίκης, Βασδέκης, Σκαρλάτος Βυζάντιος, Πανταζίδης, Ζωναρᾶς-Φώτιος, Ἄνθιμος Γαζῆς, Ὠρίων ὁ Θηβαῖος, Ἡρωδιανός)
Πίστις. Κατά Μπαμπινιώτη : < αρχ. πίστις < *πίθ-τις (µε συριστικοποίηση τού -θ- προ τού - τ-) < θ. *πιθ-, µηδενισµ. βαθµ. τού ρ. πείθ-ωΙ-οµαι (βλ.λ.). Η λ., σύµφωνα µε την ετυµολογία και την αρχαία χρήση της, δεν δήλων ε την ευπιστία, την τυφλή προσήλωση, αλλά το αίσθηµα τής βεβαιότητας που αποκτούσε κάποιος έχοντας πεισθεί από τις αποδείξεις. Γι'αυτό η λ. συχνά λάµβανε και τη σηµ. «εγγύηση, επιβεβαίωση»]. πιστικός [µτγν.] κ. µπιστικός (ο) (λαϊκ.) µισθωτός βοσκός. Επίσης, εμπορική, τραπεζική πίστις, Και πίστωση.
Τιμωρώ, τιμωρία Μάλλον από το ρ. τίω, ουσιαστ. τίσις, εκτίει ή εξέτισε την ποινή του λέμε για το πρώτο συνθετικό. Άποψη Κ Ντ: Το δεύτερο συνθετικό ώρα, άρα δηλώνει τίσιν εν ώρα. Όταν έλθει η ώρα.
Εξυπακούει στο σχήμα Ύβρις, Άτη, Νέμεσις, Τίσις...
Υπαπαντή, υπό+απαντάω (προϋπαντώ) Η προϋπάντηση (του Ιησού στο ναό πχ)
Φόβος, ἀρχικὰ σήμαινε τὴν "φυγὴ"! Τὴν συναντάμε ἀκόμα καὶ στὸν Ὅμηρο, μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια! Προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα "φέβω"=φεύγω, "φέβομαι", "πέφοβα". Γιὰ παράδειγμα, "φόβονδε ἔχεν ἵππους", δηλαδὴ "ἔτρεψε σὲ φυγὴ τοὺς ἵππους"! 'Αργότερα, στὴν κλασικὴ ἐποχἠ πῆρε τὴν ἔννοια τῆς λύπης, τῆς ταραχῆς, καὶ ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἀριστοτέλης-"ἡ μετὰ δειλίας καὶ ἀγωνίας αἴσθησις τινὸς τῷ ὄντι, ἢ κατὰ φαντασίαν προϊσταμένου κακοῦ"! (Κ. Κούμας, Εὐστάθιος ὁ Θεσσαλονίκης, Ἄν. Γαζῆς)