Quantcast
Channel: ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΧΑΝΙΩΝ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 2840

Στα 38 χρόνια από το θάνατο του Βάρναλη

$
0
0

Στις 16 Δεκεμβρίου του 1974 πέθανε ο "αιρετικός" ποιητής 

Κώστας Βάρναλης.


«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος 

Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν 

ἀρχὴ μπαροῦτι· Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ 

τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς 

στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ». 

Δημιούργημά του το εξαιρετικό ποίημα "Η μπαλάντα του 

Κυρ Μέντιου".


Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια

καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!

Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ

τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!


Μεροδούλι, ξενοδούλι!

Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,

οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ

καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.


Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,

παραβγαίνανε στὴν παίδεια

μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,

φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!


Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,

ἀνηφόρι, κατηφόρι,

καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,

ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.


Εἴκοσι χρονῶ γομάρι

σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι

κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ

τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.


Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι

(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)

ὄργωνα στὰ ρέματα

τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.


Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»

κουβαλοῦσα πολυβόλα

νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ

γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.


Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη

ἐκουβάλησα τὴ νύφη

καὶ τὴν προῖκα της βουνό,

τὴν τιμή της οὐρανό!


Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα

μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα

στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ

νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.


Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του

μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του

καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:

«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!


Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει

ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.

Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,

νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!


-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!

-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!

-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...

-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»


Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα

παρασφίξουνε τὰ γέρα,

θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,

τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!


Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ

θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι

κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ

(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),


Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ

στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,

τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του

νὰ φιλάει τὰ γένια του!


Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα

κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,

μὲ πετάξανε μακριὰ

νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.


Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω

στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:

«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν

καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!


Σῶσε τὸ γέρο τον κυρ Μέντη

ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,

σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ

τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!


Τὸ σκληρὸν ἀφέντη πᾶνε

ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»

Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ

πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.


Τότενες τὸ μαῦρο φίδι

τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι

πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ

βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:


«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια

κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,

μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ

κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.


Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,

μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου

θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ

λευτεριά, παίρνει σπαθί.


Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-

τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!

Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ

γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.


Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο

χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!

Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς

θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.


Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει

κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει

κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ

σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆ».


Viewing all articles
Browse latest Browse all 2840