του Κώστα Σ. Ντουντουλάκη
*ΤοπολαλιάήΝτοπιολαλιά: Η λαλιά των ανθρώπων ενός τόπου, η τοπική διάλεκτος
Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω..
Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς..
ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια..
Μια γλώσσα όπως η ελληνική..
όπου...
Αλλο πράγμα είναι η Αγάπη και άλλο πράγμα ο Ερωτας..
Άλλο η Επιθυμία και άλλο η Λαχτάρα..
Άλλο η Πίκρα και άλλο το Μαράζι..
Άλλο τα Σπλάχνα κι άλλο τα Σωθικά...
Οδυσσέας Ελύτης
|
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Α
αβλέμμονας: ίσιωμα, επίπεδος χώρος μεταξύ δυο πλαγιών (α στερητικό+βλέμμα= το μέρος που δεν φτάνει το βλέμμα λόγω του ότι εμποδίζεται από τις υψηλότερες από αυτό πλαγιές.)
άβρυα(η) ή αβρυά: αυτή (για ζώα) που δε γεννά,στείρα. Κ.Ντ: Από το στερητικό α+έμβρυα=χωρίς έμβρυα.Ο Ξανθινάκηςστο (εξαιρετικό,πρωτοπόρο για την δυτ. Κρήτη και πολύτιμο για κάθε ερευνητή) Λεξικό του, ετυμολογεί από το α+βίος, γιαυτό την γράφει άβρια επειδή στην ανατολ. Κρήτη την λένε άβυα (άβια κατ΄αυτόν).Όμως είναι προφανές ότι έφυγε εκεί χάριν ευφωνίας το ρ, αφού μάλλον σαφέστερο νόημα βγαίνει από το ότι στερείται έμβρυα ά+(εμ)βρυα/άβρυα και όχι ...βίον (ά+βια) εκ του αρχ. βίος, γιατί με τέτοια ερμηνεία σημαίνει πως στερείται ...ανθρώπινων τέκνων,αφού στην αρχαία ελληνική όπως πχ αναφέρει και το εγκυρότατο Λεξικό Liddell&Scott: "βίος,ο,ουχί η των ζώων έμψυχος ύπαρξις(ζωή)αλλά κατάστασις ζωής,τρόπος ζωής (διό και κατά το πλείστον επί ανθρώπων....)".
αβρυά(τα): βρύα,φύκια
αγαστέρα: γαστέρα, εκ του αρχ. γαστήρ=κοιλία συνήθως αγαστέρα λέμε το μέρος του στομαχιού αμνοεριφίου που θηλάζει, όπου υπάρχει πυτιά(πυκτιά,πηχτό γάλα) χρήσιμη για το πήξιμο γάλακτος στην παλιότερη τυροκομία.
αγγανάρω (ή αγκανάρω κατ΄άλλους): παρακινώ,υποχρεώνω, Κ.Ντ: Πιθανότατα από το αρχ. ελλην. ρ. άγω=φέρω,οδηγώ,σύρω τινά. Λιγότερο πιθανά από λ. αγγαρεία εκ του άγγαρος (περσική λέξη,ελληνογενής,εκ του άγω,δηλ.μεταφέρω)=έφιππος ταχυδρόμος "άγγαρον πυρ": το πυρ το χρησιμεύσαν προς μεταβίβασιν της αγγελίας περί αλώσεως της Τροίας.πομπός εν τέλει.", Λεξικό Liddell &Scott). Κατά Ξανθινάκη, από το βενετσιάν. acanar, ιταλ. accanire=θυμώνω. Μα όταν πχ λέει το γνωστό ριζίτικο "Η συντροφιά αγγανάρει με να ΄πώ ΄να τραγουδάκι..."εννοεί σαφέστατα με παρακινεί, με οδηγεί να πω,"με σέρνει να πω", με υποχρεώνει. Επουδενί δεν εννοεί "με θυμώνει,με εξοργίζει".
άγγριγιος/αγγριγιεύω: άγριος/αγριεύω.
αγγρίζω:ερεθίζω,θυμώνω,εξαγριώνω κάποιον.Από το αρχ αγρίζομαι=ερεθίζομαι (Λεξ.Liddell&Scott)
αγκινιάζω,γκινιάζω: από το εγκαινιάζω, χρησιμοποιώ κάτι πρώτη φορά.
αγρίμι: κρητικός αίγαγρος. (Κ.Ντ):Λαθεμένα τον ονομάζουν κρι-κρι πολλοί άσχετοι! Κρι-κρι είχεν ονομάσει ένα μικρό αγριμάκι πού χε πιάσει ζωντανό και εξημερώσει κάποιος από το Επανωχώρι Σελίνου και το πήγε δώρο στον τότε πρόεδρο Τρούμαν των ΗΠΑ...)
αγριμολόγος/αγριμολογώ: κυνηγός-ιχνηλάτης αγριμιών/κυνηγώ αγρίμια.
αγριμούτσα: ακρίδα.Ετυμολ από αρχ επίθ άγριος, αγριμαίος/αγριμούδα/αγριμούτσα, όπως λέμε από το ουσ. άμμος.αμμούδα/αμμούτσα
αέττητο:κατασκευή που δεν χαλάει.Από το αήττητο
Αζογυρές(χωριό του Σελίνου)-αζόυρος/αζόγερας (θάμνος): Αζόυρος ή αζόγερας: "θάμνος ανάγυρος, κατά τον Στέφ. Ξανθουδίδη", από το οζόγυρος (όζει+γύρω) σε άλλα μέρη της Ελλάδας λέγεται και βρωμοξυλιά, μυρίζει κάπως άσχημα όταν κοπεί, το ξύλο της είναι κούφιο οπως της συκιάς και φτιάχνανε παλιά με αυτό πίπες. Μοιάζουν τα φυλλα της πολύ με της κουτσουπιάς και τις μπερδεύουν πολλοί, αλλά ανθίζουν αργότερα με κάτι πολύ μικρά άνθη και είναι μόνο θάμνοι και όχι δέντρα. Επίσης, στο Ρέθυμνο, (οι) αζογύρες λέγονται ένα παλιό ντόπιο σόι πλατιά φασόλια.
Προφανές λοιπόν ότι η ονομασία του χωριού Αζογυρέςπροέρχεται μάλλον από το ότι υπήρχαν εκεί αζόυροι, λιγότερο πιθανό να φύτευαν εκεί αυτά τα φασόλια, θα ήταν γνωστό στους κατοίκους της εκεί περιοχής.
Σίγουρα πάντως δεν είναι αραβική που λένε κάποιοι.
Η γραφή "Αζωγυρές",όπως τόσες άλλες τοπωνυμίων, είναι λάθος.
Προφανές λοιπόν ότι η ονομασία του χωριού Αζογυρέςπροέρχεται μάλλον από το ότι υπήρχαν εκεί αζόυροι, λιγότερο πιθανό να φύτευαν εκεί αυτά τα φασόλια, θα ήταν γνωστό στους κατοίκους της εκεί περιοχής.
Σίγουρα πάντως δεν είναι αραβική που λένε κάποιοι.
Η γραφή "Αζωγυρές",όπως τόσες άλλες τοπωνυμίων, είναι λάθος.
αθιβολή: αναφορά σε πρόσωπο ή γεγονός,κουβέντα,συζήτηση."μη φέρνεις την αθιβολή του πάλι!"Προέρχ. από την αρχ. αντιβολή:"Τίνες οι λόγοι ους αντιβάλλετε προς αλλήλους περιπατούντες"(Κατά Λουκά Ευαγγ, 24, 17).
άθος: στάχτη. Από το αρχ.ελλην. αίθος=καύσωνας,φωτιά(αίθω=λάμπω,καίω). Παράγωγο: αιθάλη
αθρακοβόλι: στάχτη με αναμμένα κάρβουνα (Ξανθινάκης:άνθρακες+χόβολη).Συνών. αθάλη.
αϊδάρω/αϊδέρνω/αδιέρνω/αδιάρω/: βοηθώ. Κατά την Τζιροπούλου Ευσταθίου, το ιταλ.aiutare/λατιν. ad-juvo=βοηθώ, προστρέχω εις βοήν προέρχεται από το αρχ. ελληνικόάντα+αύω / έντε+ιή = καλώ+κραυγή.ΚατάΞανθινάκη από το βενετσιάν.aida/aid-ar.Παράγωγη λέξη (γ)άιδαρος,το ζώο/βοηθός.
αίγα: ακριβώς έτσι λεγόταν και στα ομηρικά χρόνια. "Κατσίκα"είναι τούρκικη λέξη
ακάτεχος: άπειρος,αδαής. Από το στερητικό α+κατέχω(ξέρω,γνωρίζω)αντίθετο: κατεχάρης=έμπειρος.
αλάργο/αλαργάρω: μακριά/απομακρύνομαι (ιταλ. allargare=απομακρύνομαι)
αλάτσι: αλάτι (αλατσολιές=αλατούχες ελιές,παστωμένες.)
αλετριβιδιό: ελαιοτριβείο, από παραφθορά της αρχικής λέξης
αλετριβιδιάρης: εργαζόμενος στο αλετριβιδιό
αλιμπερτός: ελεύθερος,περιφερόμενος ελεύθερα (προθετικό α + ιταλ. liberto=απελεύθερος) Συνών.αμολαρη
αλισάχνη: κάτι το πολύ αρμυρό (αρχ. ελλην.αλοσάχνη) από το (η) αλς, της αλός=της θάλασσας, εξ ού άλας, + άχνη. Η άχνη του αλατιού.
αλυσαντρίστικα(επίρρημα,χαν.) ή αλυσαντίστικα(ρεθ.): κατάκλιση δυο ατόμων αναντίστοιχα (τα πόδια του ενός προς το κεφάλι του άλλου).Κατά τον Ξανθινάκη από το αλυσιδίστικα (σφακ.αλυσιδιαστά) ή (Κ.Ντ.) από αλυσίδα+αντίστοιχα.
αμάδες: παιδικό παιχνίδι που παίζεται με "αμάδες"(πλατιές πέτρες).
αμάλαγος: άθικτος,αγνός,ανέπαφος (αρχ. αμάλακτος, στερητ.α+μαλάσσω)
αμάν: επιφώνημα, αρχ.ελλην.προέλευσης. Κατά την Τζιροπούλου/Ευσταθίου από το αρχ. ή μεν/ή μαν =αληθώς ("άναγε μάν" μτγν α μαν=σήκω πια, αμάν πια). ΚΝτ: Ίσως επίσης, αν και λιγότερο πιθανό, από το αρχ. ελλην. αμή(επίρρ εκ της δοτικής του αμός=τις,κατά τινα τρόπον.
Οι Τούρκοι το πήραν από τους Έλληνες της Μ.Ασίας και τους Εβραίους,που κι αυτοί το πήραν από τους Έλληνες (βλ. διαδίκτυο: Ιωσήφ Γιαχούντα: "Τα εβραϊκά είναι ελληνικά"). Όσοι ψάχνουν αβίαστες,πρόχειρες ερμηνείες, νομίζουν ότι είναι τουρκικό ή εβραϊκό, όπως αβίαστα ισχυρίζονται και για χιλιάδες άλλες λέξεις...
αμανάτι(το): Κατά Τζιροπ/Ευστ: "το ενέχυρο, από το γαλατικό a mane=χείρ, όπερ εκ του αρχ. ελλ. μάρη=χείρ (γαλλ main)αμανατζής=δανειστής επ΄ενεχύρω"
αμεντέρνω/αμένταρα κάποιον ή κάτι:(Κ.Ντ)αντιλαμβάνομαι/αντιλήφθηκα,"παίρνω/πήρα χαμπάρι κάποιον ή κάτι, από το α(με έννοια εις)+αρχ.ελλ.μένος, λατ. mente: =έχω κάτι εις το νου μου
αμάχη(η) και αμάχι(το): μάχη,έχθρα
άμε, αμέ(σ)τε: πήγαινε, πηγαίνετε Ίσως, με παρακινητική έννοια, από το δωρικό αμέ=ημάς
αμεντέρνω/αμένταρα:παίρνω χαμπάρι κάποιον.Κ.Ντ:από πρόθ.α+μένος=πνεύμα, μανία,φρόνημα,νους,αντίληψη, λατιν.mens αγγλ. mind, εξ ου μέντορας=σύμβουλος
αμολέρνω και απολέρνω: αφήνω να πέσει ή να φύγει. Κ.Ντ: πιο πιθανά, αμολέρνω από προθ.α+δωρικό βλώσκω= πηγαίνω ή έρχομαι, μέλλων μολούμαι, προστακτ. μόλε, μετοχή μολών ("μολών λαβέ") το δε απολέρνω ( Ξανθ.) από το επίσης αρχ.ελλην. απολύω=ελευθερώνω. Εξ ου "διάλε τσ΄απολυμάρες σου".
αμουδιάζω/αμουδιώ/μουδιώ: μουδιάζω. "Γονέοι τρώνε τα όξινα και τα παιδιά μουδιούνε!"Το μουδιάχω από το αρχ.αιμωδώ=αισθάνομαι ναρκωμένα τα δόντια, εχω αίμα στα ούλα από πονόδοντο
αμουζουδιά/μουζουδιά/μουζουδέ (η) : μουτζούρα.Από την μούζα, μσν μούντζα=μαυρίλα(εξ ής μουντζώνω=φασκελώνω, δηλ. μαυρίζω κάποιον) εκ του αρχ ελλ μυνδός. αμουζουδώνω=μουτζουρώνω
(α)μουσκλιά: δαμασκηνιά. Κατά Ξανθιν. από το αρχ. μυς, λατιν. musculus επειδή οι καρποί της μοιάζουν σαν μικροί μύες
αμπώθω: απωθώ,σπρώχνω (αμπωχτέ=σπρωξιά)
αμολαρητός: ελεύθερα περιφερόμενος,εξαπολυθείς (από το αμολέρνω)
αναβρετή/αναβρυτή(η): μέρος όπου αναβλύζει νερό.Απότο αρχ. ελλ. ρ. αναβρύζω-σήμερα αναβλύζω
αναγαυρώνω: αναζωογονούμαι (από πρόθ. ανά+ αρχ.ρ. γαυριάω-ώ=επαίρομαι,υπερηφανεύομαι
αναγυρισμένος: αναγνωρισμένος,αξιότιμος,ξακουστός
αναδακρυώνω: δακρύζω
αναθιβάλλω: αναφέρω,μνημονεύω (αθιβολή=αναφορά,σχόλιο)
ανακολλούμαι: προσκολλούμαι
ανάλεμα:"ανάλεμά σου!"=χαράμι σου, ζημιά να σου κάνει "ανάλεμα τη μπουκιά πού ΄φαγα!"=ούτε μια μπουκιά δεν έφαγα "Μου βγήκε ανάλεμα"=μου έκανε κακό μετά, "μου βγήκε ξινό". Κ.Ντ: Από το ανάλωμα=απώλεια,ζημειά. Εξ ου παρανάλωμα. Από το αναλίσκω. Ξανθιν: Από το ανάθεμα
ανάλλαγος: αυτός που δεν έχει αλλάξει ρούχα,που φορά βρώμικα ρούχα
αναλώνω: ψάχνω, ανακατώνω
αναμαζωξιάρης: ξενομερίτης, προσκολλούμενος κάπου
αναμπουκώνομαι: σηκώνω τις άκρες του ρούχου (μανίκια πουκαμίσου συνήθως)
ανατζούμπαλος, ατζούμπαλος: ατημέλητος,ακατάστατος,άτσαλος,αδέξιος
αναντρανίζω: σηκώνω τα μάτια μου έντονα (ανά+εν+ τρανίζω. Εντρανής =εν+τρανός:έντονος) αναντράνισμα=έντονο ανασήκωμα ματιών
αναστορούμαι: θυμάμαι (ανά+ιστορούμαι)
ανεμοκυκλοπόδης: γρηγοροπόδαρος σαν τον άνεμο. Ριζίτ: "Μαύρε μου γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη..."
ανεμολόγος: τρύπα στον φούρνο για να φεύγει ο καπνός ανεμο+λόγος όπως λέμε γυρολόγος
ανημένω: αναμένω,περιμένω
ανηφοράς: καπνοδόχος πετρόχτιστη όπου ανηφορίζει ο καπνός
άνομής σου!: "τύφλες σου!",ντροπή σου! (άνομος=παραβάτης του ηθικού νόμου)
αντέτι: συνήθεια,έθιμο.Κ.Ντ:*Αντιδάνεια λέξη, υποτίθεται τουρκική, παραχθείσα από την αρχαιοελλην. έθος=έθιμο ( αντί+έθος).
*Όπου αναφέρω με κόκκινα γράμματα κάτι, είναι από προσωπική έρευνα και άποψη,μάλλον μη καταγραμμένη αλλού.Κ.Ντ. σημαίνει Κώστας Ντουντουλάκης, ο γράφων.
*Όπου αναφέρω με κόκκινα γράμματα κάτι, είναι από προσωπική έρευνα και άποψη,μάλλον μη καταγραμμένη αλλού.Κ.Ντ. σημαίνει Κώστας Ντουντουλάκης, ο γράφων.
Είναι δεκάδες χιλιάδων οι περισσότερο ή λιγότερο (ή και καθόλου για έναν επιφανειακό μελετητή) εμφανούς ελληνικής προέλευσης λέξεις των βασικότερων ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) Γλωσσών.
Παραθέτω τέσσερα παραδείγματα:
1.Λέμε σε όλη την Ελλάδα μπράτσο ως αντιδάνεια λέξη εκ του ιταλ.braccio, λατιν. bracchium που όμως προέρχεται από την πολύ αρχαιότερη, ελληνική βραχίων. Και το ταξίδι της λέξης ανά τους αιώνες και λαούς,την έκανε bras(γαλλικά) brazo(ισπανικά) μα και...arm /Arm (αγγλικά/γερμανικά) από το αρμός=άρθρωση ωμοπλάτης!...
2.κλάξον: klaxon(αγγλικά) klaxon(ισπανικά) clacson ιταλ.από την λατινική clangor=κλαγγή ελληνική:πας οξύς ήχος,κλαγκτός= ο κράζων οξέως,εκ του κλάζω, κράζω. "Κλαγγή της μάχης.
3.βαγόνι: wagόn(ισπαν.) wagen(γερμαν.) waggon(αγγλ.) vagone(ιταλ.)-veho(latin.)=φέρω επί αμάξης,από το αρχ. ελλην. FΟΧΕΩ=οχούμαι και FΟΧΟΣ=όχημα! (το "δίγαμμα" F προφερόταν μεταξύ β και φ).
4.κώδιξ: code(γαλλ.και αγγλ.) Kodex(γερμαν.) cόdico(ισπαν.) codice(ιταλ.) codex λατιν. εκ του ελλην. κώδιον=διφθέρα,ειδικά κατεργασμένο δέρμα(κώα) αμνού ή εριφίου,πάνω στο οποίο(περγαμηνή) έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες:"Κρατίνου κώδιον"(Αριστοφ.Ίπ.400).
Παραθέτω επίσης, εντελώς ενδεικτικά, μόνο από το γράμμα a, ελάχιστες από τις ελληνικής προέλευσης λέξεις της τουρκικής:
abis=άβυσσος acele=βιασύνη (από το αρχ ελλ κέλλω=σπεύδω) aci=πικρό(από το αρχ ελλ ακίς=κάτι οξύ aerodrom=αεροδρόμιο af=συγγνώμη,από το άφεσις aforoz=αφορισμός aglama=κλάμα ahlat=αχλάδι ahtapod=οκτάπους,χταπόδι ahter και aster=αστήρ aksa=αξία akdes και aziz=άγιος akrostis=ακροστιχίς aksiyon=αξίωμα aleksi=αλεξία ali=μέγας,"Αλή πασάς,Αλή μπαμπάς"κλπ, από το αρχ ελλ άλω/αλδαίνω=αυξάνω ambrion=έμβρυον amidon=άμυλον amnios=αμνός ampirik=εμπειρικός anadoln=ανατολή anahtar=κλειδί, από το ελλ ανοιχτήρι analjeji=αναλγησία analoyi=αναλογία ananet=ανικανότης anarsi=αναρχία ankilos=αγκύλωση ana=μητέρα, από το αρχ ελλ αννίς=μήτηρ anemon=ανεμώνη anofel=ανωφελής anot=άνοδος ansefal=εγκέφαλος anterit=εντερίτις antipod=αντίποδες antitez=αντίθεση anydrit= άνυδρος aoma=αόμματος aort=αορτή aparmak=αρπάζω apokorya=απόκρια apotek=αποθήκη apotem=απόθεμα ar=όνειδος,από το αρχ αρά(κατάρα,ανάθεμα) arama=έρευνα arz=γή (από το αρχ ελλ άρ, άρουρα=γη) arhont=άρχοντας arma=αρματωσιά πλοίου,άρμενο armoz=αρμός arsez=αυθάδης,από το αρσενικός arsin=αρχείο as=φαγητό,από το έδω>άση=κορεσμός asa=όσο,όσα asaf=σοφός asayis=ησυχία asenkron=ασύγχρονος asepsi=ασηψία asit=οξύ astma=άσθμα asfalt=άσφαλτος ata=πατήρ, εξ ου Ατα-τούρκ=πατέρας των Τούρκων(από το αρχ ελλ άττα,προσφώνηση νεώτερου προς πρεσβύτερο και τάττα=πατήρ aterina=αθερίνα ates=φωτιά,από το αίθω=καίω>αιθάλη>άθως βλ λεξιλ.κρητ.τοπολαλιάς avlak=αυλάκι aya=νερό, από την πολύ αρχ ελλ ρίζα αχα- και το δωρ τύπο αχά, εξ ης και το ιταλ άκουα=νερό (ήχος, κατ΄επέκτασιν ήχος ρέοντος σε πηγή, ποταμό ή ρυάκι ή κυματίζοντος σε θάλασσα ύδατος. (L&Ssott):"Αχελώος,ποιητ. Αχελώιος,όνομα πολλών ποταμών...παρά μεταγ.ποιητ. εσήμαινε πάντα ποταμόν ή εν γένει το ύδωρ..."Παράγ:Αχαϊα, Αχέρων,Αχερουσία,αχάτης.Αντιδάνεια: αγιάζι, Αγιά (ονομασία πολλών περιοχών με νερά στην Ελλάδα, από εκεί και η "Αγιά Ρουμέλη"στο τέλος του φαραγγιού της Σαμαριάς, που σημαίνει Νερό,ποτάμι, ρωμέικο, ονομασία από Σαρακηνούς, αλλά με λέξεις καθαρά ελληνικής ρίζας. ayasma=ιαματική πηγή, από το (αγ)ίασμα atme=κρατήρας ηφαιστείου,από το ελλ ατμός
αντιγαέρνω: αντιγυρίζω, επιστρέφω (λέγεται και απλά, γαέρνω βλ. λέξη .)
αντίντερμα(το) ή αντίδερμα(ρεθ): το μέρος από το οποίο περνούμε απέναντι, παρακάμπτοντας ένα εμπόδιο.Από αντί+δειράς(αυχένας,λόφος,κορυφογραμμή).
αντιντέρνω(χαν.)ή αντιδέρνω(ρεθ.): περνώ απέναντι παρακάμπτοντας κάποιο εμπόδιο,ρυάκι κλπ.
αντισκάρι ("αντιλόστι"στα Σφακιά) : υπομόχλιο, κάτι που βάζω κόντρα σε κάτι ή σε κάποιον
(αντί+σκαρί ξύλο από αυτά που κρατούσαν όρθιο, ακίνητο το σκαρί ναυπηγούμενου πλοίου)
αντισκάροι (οι): με μεταφορ. έννοια εδώ, λέγονταν έτσι στα Σφακιά εκείνοι που επί ενετοκρατίας πήγαιναν επ΄αμοιβή ως αντικαταστάτες σε αγγαρεία
αντίσκαιρος, αντίκαιρος : επόμενη ή μεθεπόμενη χρονιά
αντρίστικο: αντρίκιο
αντροκάλιο,αντροκάλεσμα: πρόσκληση σε αγώνα, σε πάλη αντρίκια
ανυφαντής, ανυφάντρα/ανυφαντού: υφαντής,υφάντρα (ανα+υφαίνω)
απάκι: καπνιστό κρέας, κυρίως χοιρινό ψαρονέφρι (απότο ρ. απακιάζω)
απακιάζω: σουφρώνω, μαζεύομαι
απαλεύγω: παλεύω
απαντήχνω: απαντώ στον δρόμο, συναντώ
απαντοχή: ελπίδα,προσδοκία (άπαντα+έχω)
απατός (μου,σου,του) ο εαυτός (μου,σου,του) εγώ ο ίδιος
απηλοούμαι: απαντώ σε ερώτηση (από+λόγος)
απής,απήτις: αφότου,αφού
αποβγάνω ή συναποβγάνω: συνοδεύω,α αποστέλλω, κατευοδώνω
απογράφω: υπογράφω
αποδέλοιπος: υπόλοιπος
αποδιαλέουδα: τα απομεινάρια (από+διαλέγω/διαλέγματα)
αποδιαφωτά: χαράζει η μέρα (από+δια+φωτά,φωτίζει)
αποζυγώνω/ζυγώνω: αποδιώχνω,διώχνω (βλ ετυμολ.ζυγώνω, παρακάτω)
απόις ή απός ή απήτις ή απόκειας: έπειτα, από εκεί και πέρα
αποκατασταλάσσω: κατασταλάζω,καταλήγω,καταπαύω
Αποκόρωνας: Κ.Ντ: από το Υποκορώνιον/ Υποκόρωνας (Υπό+Κορώνη): Συχνότατα το υ γίνεται α στην κρητική διάλεκτο(και όχι μόνο) όπως πχ αντί για υπογράφω λέμε απογράφω,αντί για υπομονή λέμε απομονή κλπ. Κορωνίς ή κορώνη=κορυφή (εξ ού κορώνα=στέμμα) προφανέστατα εννοείται εδώ η κορωνίς της οροσειράς των Λευκών Ορέων. Αποκόρωνας είναι λοιπόν η υπό την κορώνη των Λευκών Ορέων περιοχή και όχι κορώνη ...ίππου (Ιπποκορώνιον) όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Εξάλλου 1. Το ιππο- ουδέποτε μετατρέπεται σε απο- !... 2. Ποτέ δεν υπήρξε η παραμικρή επαλήθευση (αναφερθείσας από τον Στράβωνα)ύπαρξης κάποτε πόλης "Ιπποκορώνιον"στην περιοχή. Μα κι αν υποθέσουμε πως θα υπήρχε, πώς μετετράπη το ιππο- σε απο-; Ο ιππόδρομος πχ θα ήταν ποτέ δυνατό στην κρητική ή σε όποια ελληνική διάλεκτο να γίνει ...απόδρομος;
αποκοτώ: αποτολμώ
αποκωλώνω: υποχωρώ,απομακρύνομαι(Από+κωλώνω=κάνω πίσω)
απολαλώ: διώχνω ή φέρομαι άσχημα σε κάποιον. (Από+λαλώ=οδηγώ,κατευθύνω κάποιον ή τα ζώα)
απολυταρέ: η εκσφενδόνιση,το δυνατό σπρώξιμο.Βλ απολυταρίχνω
απολυταρίχνω: εκσφενδονίζω,πετώ κάποιον απότομα κάτω από το αρχ.απολύω+ρίχνω
απολυτάρι: το ραβδί που "απολυταρίχνει" κάποιος εναντίον κάποιου ζώου ή αντιπάλου.
απομονή: υπομονή
αποξεσταλού ή ξεσταλού (επίρρημα): μετά το ξεστάλισμα (ξεστάβλισμα) των ζώων, το ξεστάλισμα ήταν περίπου 3μμ το απόγευμα
απόπατος: αποχωρητήριο. Από το αρχ. αποπατέω=αποχωρώ απότον δρόμο,παραμερίζω χάριν φυσικής ανάγκης καιαποπάτημα=κόπρος και αποπάτηση=κένωση της κοιλιάς
αποσιάζω: περιποιούμαι,ταχτοποιώ (από+σιάζω)
αποσκυβαλίδια: απομεινάρια από τα σκύβαλα σιτηρών (σκύβαλα=όσα μένουν από το κοσκίνισμα)
αποσκυλακώ: Αποδιώχνω, αποδιώχνω κάποιον σαν να ήτανε σκυλί (από+σκύλος/σκυλακώ)
αποσπέρας: αποβραδίς (από+εσπέρα)
αποσπερίδα: βραδινή συντροφιά, βεγγέρα (από+ εσπέρα).Παλιά,στα χωριά μαζεύονταν οι γείτονες σε ένα διαφορετικό σπίτι κάθε βράδυ σχεδόν και "αποσπερίζανε".
αποστειρώνω: στερεύω (αποστείρωξε το νερό= έπαψε να τρέχει το νερό)
απ(ρ)οσφονιάζομαι: ζορίζομαι,σφίγγομαι (βλ. παρακάτω)
αποσφονιάζω ή απροσφονιάζω: στραγγίζω, στείβω τα ρούχα κλπ (από+ σφόγγος/σπόγγος/ σφουγγάρι)
αποταυρίζομαι: τεντώνομαι όπως ο ταύρος, τανύομαι,τεντώνομαι,ξεκορνιάζω
αποταχιάς(επίρρημα): από αύριο (από+ταχιά)
αποτσακίζω (τα ωζά)/ζώα): στρέφω τα ζώα κοπαδιού στην αντίθετη κατεύθυνση
απού: από
αποφαίνομαι/αποφανίζω/ομαι: κάνω καλή εντύπωση,τιμώ,ευπρεπίζω. "Κάλεσε αθρώπους απού κατένε(κατέχουνε) ριζίτικα και χορό, ν΄αποφανούμε στο γλέντι!" (Από+φαίνομαι/εμφανίζω). αποφάνιση=αξιοπρεπής εμφάνιση
απύρι: θειάφι (προθ.α+πυρ)
αραγός: μικρό ασκί από δέρμα ριφιού ή αρνιού.ΚατάΧατζηδάκη από το αρραγής=άθραυστος,στερεός. Κατά Χαραλαμπάκη,από το ραγός και ρογός=σχίσμα γης/ρήγμα. (Κ.Ντ): Πιο πιθανά εκ του αρχ. αρήγω=βοηθώ,έρχομαι εις επικουρίαν, συντρέχω, αρηγών=αρωγός, βοηθός. Επειδή το μικρό ασκί ήταν βοήθημα μεταφοράς υγρών.
αράθυμος:αργός (α+ράθυμος) όπως λέμε αδυνατός=δυνατός
αράι: δερμάτινη θήκη που έβαζε τα είδη τσαγκαρικής του ο βοσκός. Κ.Ντ:Υποκοριστ. του αρωγός/αραγός μάλλον(αράγιον-αράγι-αράι)
αργαδινή: βραδιά,εσπέρα ή και εργάσιμη μέρα (από Δευτέρα ως Σάββατο) "αργαδινή και σκόλη" (σκόλη=σχόλη, Κυριακή ή αργία)
αργαστήρι: μαγαζί (εργαστήρι)
αργυρογανωμένος ή ασημοκαπνισμένος: επάργυρος
αρίθμητος ή αρίφνητος: αναρίθμητος,αμέτρητος, από παραφθορά της λέξης
αρθούνι: ορθούνι,ρουθούνι
άρκαλος: ασβός. Αρκαλιά: φωλιά ασβού. Κ.Ντ: Σίγουρα εκ του πανάρχαιου λήμματος αρ=γη+καλιά=φωλιά,σπηλιά, δηλ. αυτός που κάνει φωλιά,σπηλιά στην γη.Οι άρκαλοι σκάβουν εύκολα σπηλαιώδεις φωλιές στην γη. Λεξ.Liddell/Scott: "καλιά,καλιή,η, ξυλίνη κατοικία ...ή σπήλαιον ή φωλεά πτηνού..."
αρμί,αρμός,κόρδα,ρίνα: κορυφογραμμή
αρνεύω: ησυχάζω,παρηγοριέμαι (από το αρνί, όπως λέμε "έγινε αρνάκι"=ησύχασε)
αροδαμός: το νέο φύλλωμα,βλαστάρι δέντρων την Άνοιξη Εκ του αρχ.ελλην. ορόδαμνος(βλάστημα,βλαστάρι).μετατρ. του ο σε α όπως από οστακός-αστακός.
αρόλιθος ή γούργουθο: λακκούβα σε βράχο, όπου μαζεύεται βροχόνερο.Από το αρχ. επίθ. αραιός=πορώδης,μη συμπαγής, ο έχων κενά(τρύπες,λακκούβα)+λίθος.
αροζμαρί,αριζμαρί, αροζμαρής ή ροζμαρί (λατιν): ο αρωματ. θάμνος "δεντρολίβανο"
πρβλ: "αριζμαροβιτσόβεργα και διαμαντένια πέτρα, πως ήθελ΄ά νταμώσουμε, το μάτι μου εξεπέτα".αριζμαροβιτσόβεργα: βιτσόβεργα (βίτσα, λυγερή βέργα) από ροζμαρί
ασβολώνω:μαυρίζω στο ξύλο κάποιον, μισερώνω. Από το αρχ. άσβολος/ασβόλη=αιθάλη, καπνιά.
ασικιαρέ: φανερά (τουρκικής προέλευσης)
(α)σκιανιός ή σκιανιάδα,σκιανιός,σκιανό: σκιερό μέρος,σκιά
ασκόλυμπρος: Το "Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης" Liddel & Scott, στο λήμα σκόλυμος γράφει: "Σκόλυμος, είδος ακάνθουεδωδίμου ανθούντος εν τη ακμή του θέρους Ησίοδος Έργα και ημέραι 580, Ησύχ, Αλκαί 39,Θεοφρ. π.Φυτ. Ιστ. 6.4,3 κτλ και παρά Ζωναρά το σκόλυμον".
Άρα ο σκόλυμος, όπως λεγόταν στην αρχαιότητα, μα και σήμερα σε άλλα μέρη της Ελλάδας ή (το) σκόλυμο έγινε στην πορεία των αιώνων ασκόλυμος/ασκόλυμβρος/ασκόλυμπρος στην κρητική διάλεκτο. (α)στραλίκι,το/(α)στράλικας,ο(χαν.)/σταλίκι,το(ρεθ): πλάκα ή εμφανής πέτρα καρφωμένη σκόπιμα στο έδαφος ως ορόσημο χωραφιού, "αστράλικας" (με όρθιες ακανόνιστες πλάκες,κυκλικά)αλωνιού. Από το μεσαιων. σταλίκι από σταλίκιον,στάλιξ=στήλη.Το θέμα στα- από το ίστημι/ίσταμαι.Το αρχικό α (σε πολλές περιοχές δεν λέγεται) είναι προθετικό και το ρ (στα Χανιά) ευφωνικό
(α)στραλικώνω: βάζω στραλίκια σε χωράφι
αστρόλογος: άτακτος,ζωηρός(για παιδιά). Από το αστρολόγος,ταυτόσημο παλιά με το ψεύτης, απατεώνας
ασφεντουρώ: εκσφενδονίζω (α+σφενδόνη/σφεντόνα) ασφεντουρέ ή ασφεντουρίδι;εκσφενδόνιση
άτζεμπα/άτζεμπις: άραγε (μάλλον από το τουρκ.acaba)
ατζί: γάμπα.Πιθανολογούνται διάφορεςετυμολογίες: από τα ελλην. ογκίον/αγκίον(κατάτην άποψη του γράφοντος, το πιθανότερο,από το εξόγκωμα των μυών της γάμπας) ή αντί(ον) του αργαλειού ή από το ιταλ.anca=ισχύον ή το τουρκ. incik=καλάμι κνήμης.
αυλώχι: κοίλωμα μεταξύ υψωμάτων (από το αρχ. ελλην. αυλών=αυλάκι,κοίλωμα,κοιλάδα)
άφτω: ανάβω,από το άπτω. Λέγαμε πχ "άψε το λύχνο!" (η αρχαία προστ. του άπτω)=άναψε το λύχνο
αφρου(γ)κάζομαι: αφουγκράζομαι, ακούω με προσοχή,υπακούω (αφρουκαστερός=πειθήνιος)
Β
βαγιοκλαδίζω: περιποιούμαι (πρβλ "υποδοχή μετά βαϊων και κλάδων")
βαρβάτος: αρσενικός με έντονη γενετήσια ορμή (βαρβατίλα=κακοσμία επιβήτορα τρά(γ)ου)
βαρθακός ή αβαρθακός: βάτραχος
βαρθακοκοίλης: αυτός που έχει αναλογικά μεγάλη σαν του βάτραχου κοιλιά
βαρεμένη: κυοφορούσα στους τελευταίους μήνες κύησης
βαροκαρδίζω: στενοχωρώ,στενοχωριέμαι
βαροκουραδάρης: μεγάλος κτηνοτρόφος (με βαρύ κουράδι, βαρύ,μεγάλο κοπάδι)
βάρσαμο ή βάσαρμο: δυόσμος, αρωματικό φυτό
βασμός: σφυγμός
βαστώ: αντέχω, έχω, κρατώ,φέρνω,υποφέρω
βατταλαλώ: (αρχ.ελληνικό ρήμα) λαλώ ενοχλητικά, δηλαδή φλυαρώ,κάνω λεκτικό θόρυβο,γκρινιάζω,κάνω φασαρία
βατσίνα: σημάδι,πληγή.Ίσως λέγεται έτσι ( Κ.Ντ.) επειδή είναι σαν κέντημα βάτου, "βάτ(σ)ινη"πληγή όχι βαθιά πληγή, ή (λιγότερο πιθανό) επειδή μοιάζει κάπως σαν βάτσινο (βατόμουρο) στο δέρμα, πχ σημάδι ερεθισμένο,από εμβόλιο. Vaccina όμως λέγεται ιταλ. και το εμβόλιο δαμαλισμού. (Vacca, από το ελλην. βους, η αγελάδα λατιν.)
βάτσινο: βατόμουρο (από το ουσ. βάτος, όπως από πέτρα-πέτρινο)
βγαρτίζω ή βγατίζω: προχωρώ,προοδεύω στην εργασία μου.Κ.Ντ:Από το ρ. βγάζω (βγάζω παραγωγή).Βγαρτό λέμε αυτό που έχει βγει: "Κακό βγαρτό"=καρκίνωμα
βγορίζω: διακρίνω,συνήθως λέμε "μου βγορίζει" (από το αρχ.ελλην. ευ+ορώ) όβγορο=μέρος από όπου έχω καλή θέα
βγορολογώ: παρατηρώ από ψηλά
βεδέμα ή βεντέμα: σοδειά, λαδιού κυρίως (λατιν)
βερβελίθρες/βερβελίδες: κόπρανα αιγοπροβάτων
βερεμιάρης,βερέμης: φθισικός, χτικιάρης
βίγλα: σκοπιά,παρατηρητήριο κάπου ψηλά (λατιν.λέξη)
βιγλίζω=παρατηρώ από ψηλά,επιτηρώ,παραμονεύω
βιλλάνος: απολίτιστος, άξεστος (λατιν villano/χωρικός δουλοπάροικος)
βιόλα: λουλούδι
βίτσα: βέργα από λεπτό μακρύ κλαδί
βιτσίλα(η): αετός. Από το βίτσα/βίτσισμα(βλ λέξη) επειδή εκτινάσσεται,εφορμά με μεγάλη ταχύτητα
βίτσι(σ)μα: εκτίναξη σώματος, άλμα
βλάττα/βλαττούσα: κατσαρίδα, αρχ ελλ βλάττη,δωρ. βλάττα=1.κατσαρίδα 2.όνομα πορφυράς βαφής
βλεπές: αγροφύλακας, δραγάτης
βλυχό,βλυχάδα: υφάρμυρο,γλυφό
βόθονας: μέρος που περικλείεται από υψώματα(αρχ.βόθυνος=λάκκος, όρυγμασε χωράφι)
βολά (μια βολά): μια φορά. Από την φορά με επίδραση του ουσ. βολή
βολεί (μόνο στη φράση "μου,σου,του,μας-ε,των-ε βολεί": μπορώ,με βολεύει πχ: "βολεί του να περάσει από κεια"
βολίστρα: κόσκινο με μεγάλες τρύπες, για όσπρια ή κοκάρια (μικρά κρεμμυδάκια που ξαναφυτεύονται για να γίνουν τα κανονικά κρεμμύδια)
βορόσκι: (σφακιανός όρος) μέρος προστατευμένο από βοριά (βοράς+σκια/σκιανός)
βοτανίζω: ξεχορταριάζω,αφαιρώ αγριόχορτα από καλλιέργεια
βότυρος: βούτυρο. Από το θέμα βο- του ουσ. βους,βοός+τυρός
βούβα/γούβα: κοίλωμα,λάκκος.
βούι: βόδι (από το αρχ. βους)
βούργια,βουργιάλι,βουργίδι: σακκούλι από προβιά ζώου. Κ.Ντ:.Από το ουσ. βους,όπως λέμε "τα βούγια"- η βού(ρ)για= η βόεια,με βοδινό δέρμα, με ευφωνικό ρ και όπως από πρόβατο/πρόβγια(πχ πρόβγια μυζήθρα)/προβιά. Υπόψη ακόμα (Κ.Ντ): ούλος=τριχωτός,εριούχος ουλάς(αρχ.ελλ.)=θύλακος,σακκούλι. Άρα ίσως και από το θέμα βο+ούλια(τριχωτή)/βούλια/βούρια με την συνήθη μετατροπή του λ σε ρ
βουτακιά: βουτιά
βουτσί: βαρέλι
βουτσιά: περίττωμα,καβαλίνα βοοειδών (από το βους/βόδι/βουδιά) όπως λέμε "γιτσική μυζήθρα"δηλ (αι)γιδική, με μετατροπή του δ σε τσ=γιτσική.
βρασκί: παλιό πιθάρι ή πήλινο δοχείο στο οποίο έβαζαν βραστό νερό για μπουγάδα. Ετυμολογείται είτε από το βραστό νερό είτε από το φλασκί/"βρασκί"με το οποίο έπαιρναν οι νοικοκυρές το βραστό νερό από το πιθάρι.Συνεκδοχικά βρασκί λεγόταν και το θαμμένο στη γη πιθάρι στο οποίο έτρεχε λάδι από την "τσιβιέρα"της φάμπρικας. Κ.Ντ: Ίσως από εκεί ετυμολ. το φρασκί (πήλινη κυψέλη).
βραχαλίζω/βρουχαλίζω: αναπνέω σαν να ροχαλίζω, λόγω κρυολογήματος, βραχαλητό,βρούχαλο, βράχαλο=αναπνοή με ρόγχο, βραχνάδα. από το αρχ βράγχος=βραχνάδα
βρούχος,ο: ο γυμνοχοχλιός, γυμνοσάλιαγκας. Απαράλλαχτο από την αρχ. ελλ.ονομασία του (βρούχος ή βρούκος)
βρούχος,το: το μουγκρητό, ο ρόγχος,ο βρόντος. Από το βρουχούμαι/βρυχώμαι
βρουχούμαι: βρυχώμαι,μουγκρίζω. Βρυχανίζω (ρεθ):αναπνέω με ρόγχο
βρίστω,βρίχνω: βρίσκω
βρακάται/βρακούνται (τα ωζά/ζώα/πρόβατα): έντονο βέλασμα (από την αρχ. ηχοποίητη λέξη βρυχηθμός/βρυχάται/βρυχούνται)
βυζάστακας: το αρνί ή ρίφι (ερίφιο) που βυζάνει ακόμα,που δεν "σακάστηκε",δεν απογαλατίστηκε.
βώλακας: μεγάλος βώλος, μεγάλη πέτρα (αρχ.ελλην. βώλαξ).
βωλοσέρνω: κουβαλώ κάτι σέρνοντάς το.
βωλόσυρος: τάβλα σαν φύλλο πόρτας με λάμες (παλιά με μικρές πέτρες κοφτερές) στο κάτω μέρος, την οποία έσερνε μεγάλο ζώο στο αλώνι, πάνω στα στάχυα και πάνω της έστεκε άνθρωπος,ώστε να "αλωνεύει", να θρυμματίζονται τα στάχυα, για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα.
Γ
γάγλα, γάγκλα,γκάγκλα : στροφή,καμπύλη δρόμου Από το αρχ. ελλην.διάκλα, εκ του διακλώμαι=(για ευθεία) αλλάζω κατεύθυνση, σπάζω εις δύο) εξ ου γαγκλωτός=με στροφές,
γυριστός,καμπύλος.
γαέρνω(χανιώτ.) ή γιαέρνω/γιαγέρνω( αρχαιότερος τύπος, ρεθυμν.): γυρίζω,επιστρέφω. Από το
δια+γέρνω/εγέρνω(εκ του αρχ.εγείρω)-δγιαγέρνω-γιαγέρνω-γαέρνω.
γαερμός/για(γ)ερμός=επιστροφή
γαλαθιά,γαλατιά: δοχείο γάλακτος
γαλανός: (από το ουσ. γάλα) άσπρος όπως το γάλα. "Δε σε ξαναπιστεύω κι αν μου πεις, το γάλα, γαλανό ΄ναι!" Ή: "Η γαλανή αίγα"
γαμαρίζω (αναγραμματισμός του μαγαρίζω): λερώνω
γαμουλιώτης (χαν.) γαμηλιώτης (ρεθ.): αυτός που συμμετέχει στην γαμήλια πομπή. ("Πηαίνει ο γαμπρός με τσι γαμουλιώτες,να πάρουνε τη νύφη!")
γαμπάς: κάπα, χοντρό πανωφόρι με κουκούλα. Ετυμολ.από την κάπα. (καπάς,καμπάς, γαμπάς)
γάνα: λέρα γιαλιστερή (από το αρχ.ελλ. γανάω=λάμπω,απαστράπτω, στίλβω και γανόω=λαμπρύνω,στιλβώνω -νέα ελλην. γανώνω=κασσιτερώνω,στιλβώνω)
γάνι: λίπος,ξίγκι. (γανιάζει κάτι=πιάνει λίγδα,λίπος,λερώνεται).
γαργαλιστήρι: η σκανδάλη όπλου (συνών. πιάστρα).Από το ρ. γαργαλώ,αρχ. γαργαλίζω
γαρδούμι: παχύ έντερο ζώου,παραγεμισμένο με σπλήνα,συκώτι,καρδιά ξίγγι κλπ. Μεσαιων ελλ:γαρδούμιον, λατιν. caldumen
γαριάζω= λερώνω πολύ.Κατά Ξανθ.από αρχ ελλ ο γάρος, το γάρον (είδος σαλαμούρας) γαργερός= πολύ βρώμικος
γαριοφορεμένος: αυτός που φορά γαριασμένα (πολύ βρώμικα) ρούχα.,
γάστρα: πήλινο ή σκαλιστό πέτρινο κοίλο αγγείο (εκ του σχήματός του ως γαστήρ/κοιλία)
γαστρωμένη, γκαστρωμένη: έγκυος (γαστήρ=κοιλία)
γαστρώνω, γκαστρώνω: καθιστώ έγκυο κάποιαν, συνουσιάζομαι με κάποιαν
΄γγαλάρης, εγγαλάρης τρά(γ)ος ή κρι(γι)ός: Ο "μπροστάρης"τρά(γ)ος ή κρι(γ)ιός που οδηγεί το κοπάδι με τα έγγαλα:(εν+γάλα) δηλ με τα αιγοπρόβατα πού κάνουνε γάλα
΄γγαλομάντρι: μαντρί για άρμεγμα 100-150 περίπου έγγαλων (στειρομάντρι: μαντρί για τα στείρα)
΄γγαλόνομος (διάφορο του ΄γγαλονόμος): νόσος αιγοπροβάτων από κακό άρμεγμα ή τραύμα μαστού
΄γγαλονόμος: βοσκός (και αρμεχτής συνακόλουθα) έγγαλων αιγοπροβάτων.
γδούρης: αυτός που φορά γδαρμένα (σκισμένα) ρούχα, κουρελής (συνών. ξελούρης)
γδύμ(ν)ια, γδυμνός: γύμνια,γυμνός
γδικούμαι: εκδικούμαι παράγ. γδικιωμός
γείς: ένας.Από το αρχαιότατο εις/ενός.Ριζίτ:"Γροικάτε είντα παράγγειλε γείς νιος απού τον Άδη..."Λέμε επίσης: "είπαμε ο γείς τ΄αλλού" , δηλαδή ο ένας του άλλου
γέμι/γέμια: ζωοτροφή/ζωοτροφές. Κ.Ντ: Από το αρχ. γέμω=γεμίζω (η τουρκ.λέξη yem από εκεί προέρχεται)
γενέ (σφακ.): γενιά, σόι. Από το γένος
γερά-γερά (επίρρ.): γρήγορα-γρήγορα
γερακοκούδουνο: κουδουνάκι για ρίφι ή αρνί. Ακόμα μικρότερα βάζουν μερικοί και σε δοξάρια λύρας. Ονομάστηκαν έτσι γιατί τα έβαζαν παλιά σε εκπαιδευμένα για κυνήγι γεράκια.
γεράνι: Ειδική κατασκευή άντλησης νερού από πηγάδι (μακρύ ξύλο στη μιαν άκρη του οποίου είναι ένας κουβάς και στην άλλη ένα αντίβαρο. Από το αρχ.ελλην. γέρανος(γερανός νέα ελλην.)=μηχανή ανύψωσης βαρών.
γεραντίζω: ευδοκιμώ,γεννώ,δημιουργώ. Κ.Ντ.: από το γερός,γέρας (βραβείο). Από το τουρκ.yaramak=ωφελώ, θεωρεί ο Ξανθινάκης.
γεργερές: λέρι (κουδούνι) μεσαίου μεγέθους για πρόβατα ή μεγάλου για μπροσταρότραους ή μπροσταρόκριους που οδηγούνε το κοπάδι.(Ετυμολ. από την Γέργερη Ηρακλείου όπου υπήρχαν ξακουστά λεράδικα (εργαστήρια κουδουνιών).
γεργίζω: γε(ω)ργίζω, σκάβω βαθιά χωράφι πετρώδες και ανώμαλο και το ΄σιοβολίζω (ισοπεδώνω) για να φυτέψω αμπέλι κλπ. Από το αρχ. γεωργέω, εξ ου γεωργός,γεωργία κλπ
γέρνομαι: από το αρχ.ελλην. εγείρομαι: σηκώνομαι
γέρνω (κάποιο υγρό): χύνω κάποιο υγρό: "γέρνε μου να πλυθώ"
γεροντομοίρι: το μερίδιο (μοίρα) των γερόντων,αυτό δηλαδή που αφήνουν οι γονείς για αυτούς όταν διανέμουν την περιουσία στα παιδιά τους."Εβαστήξαμε κι εμείς το γεροντομοίρι μας κι όποιο κοπέλι μασε κοιτάξει όντε θα καταπέσομε, θα το πάρει κι αυτό"...
γεύγομαι/γεύγουμαι: γεύομαι, γευματίζω. Ριζίτικο:"Γεύγεσαι γιε μου γεύγεσαι κι οι Τούρκοι σε κυκλώσαν..."
γή (διαζευκτικό): ή. "Αγάπα με γή αρνήσου με γή πες των αμαθιώ΄ σου να πάψου΄ να ξανοίγουνε όντε περνώ από μπρος σου"
γ(ι): ευφωνικό πρόσφυμα, 1.μεταξύ άρθρου που λήγει σε φωνήεν και επόμενης λέξης που αρχίζει από φωνήεν: η γι όμορφη, οι γι αίγες 2.στην αρχή λέξης που αρχίζει από φωνήεν: γ/εις, γ/υνί, γ/ή, οι γι/άλλοι 3.στο μέσο λέξης, ανάμεσα σε δυο φωνήεντα: αντρειά/αντρειγιά, κριάρια/κριγιάρια,
για (ως αιτιολογ.σύνδεσμος, με αποκοπή από το για-τί): "Μην τρέχεις για θα σκοτωθούμε!"
γιάε: δες, κοίτα,παρατήρησε (από το για ιδέ/για (δ)ε/γιαέ-γιάε).
γιαλίτης,γιαλίτικος: Κάτοικος γιαλού ή προερχόμενος από γιαλό.
γιαμιάς: δια μιας, αμέσως, στην στιγμή.
γιάντα και γιάειντα ή γιάηντα: γιατί. Από το για+είντα= για+τι=γιατί
γιάντες: παιχνίδι/στοίχημα, κατά το οποίο αν πάρει οποτεδήποτε κάτι ο ένας από τον άλλο χωρίς να πει "το ξέρω"ή "ξ,ξ,ξ...", "γιαντεύεται", χάνει το στοίχημα.Κατά την Τζιροπ.Ευστ. η λέξη γιάντες (αλλά δεν αναφέρει με πια σημασία, τι σημαίνει) προέρχ. από το αρχ ελλ άντυγες= τα στρογγυλά μέρη του σώματος.
γιαχουντής: Ιουδαίος,Οβριός (Εβραίος) εκ του τουρκ.yahudi
γίβεντο: εξευτελισμός, εξευτελισμένος, από το τουρκ.guvenmek=εξευτελίζω (συνών.πατσαούρι)
γίγλα (η): η ζώνη του σαμαριού ή της σέλας, που περιβάλλει την κοιλιά του ζώου. Κ.Ντ: Εμφανές ότι προέρχεται από την ελλην. λέξη κύκλα εκ του κύκλος. Δεν κατανοώ γιατί κάποιοι ανατρέχουν ντε και καλά σε απίθανη ξενική προέλευση πχ από το ιταλ. giglia (αμφιμάσχαλο κυκλικό κορδόνι αξιωματικών, λέξη η οποία προφανώς προέρχεται από την ελλην. κύκλος, όπως πχ η σέντρα που λεμε στο ποδόσφ.από το αγγλ. center κι αυτό από το λατιν. centrum που είναι από το ελληνικό, κέντρον.
γιγούμι: χάλκινο δοχείο γάλακτος ή νερού. Πιθανολογώ, από το ευπου χάριν ευφωνίας γίνεται γι +γέμω / γεμίζω. Άλλοι λένε πως προέρχεται από το τουρκ. gugum. Αλλά γιατί να θεωρείται λιγότερο πιθανό να προέρχεται αυτό από την προϋπάρχουσα στην Μικρά Ασία επί χιλιετηρίδες προ της τουρκικής, ελληνική γλώσσα όπως προανέφερα;...
Ας κάνουμε λοιπόν μια παρατήρηση που ισχύει και για πάμπολλες άλλες πιθανολογούμενες ως τουρκ. ή άλλης ξενικής προέλευσης λέξεις:
Η τουρκική γλώσσα είναι αφενός κατά τα 3/4 ως γνωστό κατασκευασμένη από λέξεις μη τουρκικές (αραβικές κυρίως, μα και περσικές,ελληνικές κλπ) αφετέρου η ασφαλέστερη ένδειξη πιθανής ετυμολογίας κάθε λέξης μιας γλώσσας είναι η νοηματική-εννοιολογική της σύνδεση με άλλες, αρχαίες λέξεις του λεξιλογίου της ίδιας γλώσσας.
Η ταύτιση σημαίνοντος και σημαινομένου δηλαδή, η οποία κατά γενική παραδοχή των όπου γης ειδικών γλωσσολόγων, απαντάται μόνο στην αρχαία και την ενιαία με αυτήν, δημιουργική συνέχεια αυτής, νέα ελληνική (και στη νεκρή πια και ουδέποτε ομιληθείσα από λαούς της Ινδίας,αλλά μόνο από το ιερατείο,"σανσκριτική".)
γιδόλερο: κουδούνι (λέρι) αίγας. (Αι)γίδα+λέρι.
γινώνω: ωριμάζω (από το γίνομαι)
γιουρουντώ: εφορμώ,επιτίθεμαι. Παρ: γιούργια, γιουρούσι, γιουργιέρνω.
Συνών: μουντέρνω. Από το τουρκ. youroudoum
Συνών: μουντέρνω. Από το τουρκ. youroudoum
γκάβγω ή γκάβω: αναχωρώ, φεύγω.Από το αρχ.ελλην. κάμπτω (την οδόν) εξ ου επανακάμπτω=ξαναγυρίζω κλπ.
γκάρδας ή κάρδας (σφακ. γκάρδης): οισοφάγος,φάρυγγας.Από το καρ- που σημαίνει κάτι στο κέντρο ενός αντικειμένου.Εξ ου εγκάρσιος(εν+καρ+κατάληξη-σιος) καρδία,καρσί.Εδώ εννοείται τοκέντρο του λαιμού: "έκατσέ μου μια τσίτα στον γκάρδα!". Προς κακόφαγο παιδί ή ενήλικα "πουλόκαρδος είσαι;" (πουλιού οισοφάγο έχεις;)
γκαρδιακός: εγκάρδιος από εν+καρδιά ("γκαρδιακός φίλος"=εκλεκτός, εγκάρδιος φίλος).
γκαρδιώνομαι: από το εγκαρδιώνομαι, βάζω κάτι στην καρδιά μου,ενστερνίζομαι.
γκρούβ(γ)ω (χαν.) κρούβω (ρεθ.):πνίγω (από το κρύπτω/κρύβω)
γκρούψη(η), γκρούψιμο(το) =η ασφυξία.
γλακαλωνεύ(γ)ω: (γλακώ+αλωνεύω) τρέχω,τριγυρνώ εδώ κι εκεί,περιφέρομαι συνέχεια.
γλακηχτά ή γλακηστά(επίρρ): τροχάδην
γλακιά(η) γλάκιο(το): τρέξιμο
γλακώ (ή τζιριτώ): τρέχω. Γλάκιο ή τζιρίτι: τρέξιμο. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας:Λακώ,λακίζω.Ίσως από το αρχ.ελλην.λακτίζω (κλωτσώ,κινώ απότομα τα πόδια) εξ ου λάκτισμα.(Λεξ.Σουίδα: λάκισμα=σχίσμα) ή ίσως από το ότι τα πόδια αποσχίζονται το ένα από το άλλο όταν τρέχουμε..
γλειμμίτζουρας: ισχνός, πολύ αδύνατος. Ξανθ: από το γλειφίτσουρας,του ρήμ. γλείφω,συνακόλουθα: γλειμμένος.Συνών:απόφτενος,ζουφός,τσιλιμίγκος,κολλημένος
γλίνα: χοιρινό λίπος, χρησιμοποιούμενο ως βούτυρο στη μαγειρική (αρχ.ελλην.γλίνα,γλίνη αργότερα=λιπαρή λάσπη)
γλιτέρα: γλίτωμα,γλιτωμός.
γλυκάδια: (μεζές) οι άσπροι αδένες λαιμού σφαγμένων ζώων.
γλυκιός: γλυκός
γνώρα : γνωριμία,αναγνώριση.
γομάρι: πλήρες φορτίο γαϊδάρου,μουλαριού ή αλόγου, όσο περίπου μπορεί να μεταφέρει το ζώο.(Από το μεσαιωνικό γομάριν/γομάριον υποκοριστικό του αρχαίου γόμος (εκ του γέμω).
γομμαρίδι: γομμαρίδιο, μικρό γομάρι.
γούζιομαι(χαν) ή γκούζιομαι(ρεθ): γκρινιάζω,θρηνώ γοερά. Από το γοϊζομαι,γοϊζω, αρχ. γοάω/βοάω (γόος=θρήνος με κραυγές) εξ ου: "εγόη μου!" (θρήνος μου! αλλοίμονό μου!)
γούλα: γουλί (όπως λέμε καρπούζι/καρπούζα) το τρυφερό μέρος λαχανικού ή ρίζας του.
γουλα(ν)θός (Ρέθ.): κουνουπίδι, γούλα+ανθός.
γουμανός/γουμανάτος: γεροδεμένος,καλοθρεμμένος,δυνατός,γεμάτος (απότο αρχ. γόμος/γέμω).
γουργούθα(η) / γούργουθας(ο): φυσικός λάκκος με νερό.Ηχοποίητη λέξη από την συστροφή (γουργούρισμα) νερού, όπως "γάργαρο"νερό,"γουργουρητό"κλπ.
γραδάρω ή γραντάρω: μετρώ τα "γράδα"/βαθμούς μούστου ή ρακής (ιταλ. grado,λατιν.gradus= βαθμός)
γρε/γρα(η) γρέδες/γράδες(οι): γριά/γριές.
γροικώ/γροικούμαι: ακούω,αισθάνομαι,ακούομαι. "Γροικώ ένα μ-πόνο στην κεφαλή μου". "Γροίκα ήντα σου λέω!"
γρόμπος: βώλος, ρόζος,κόμπος (ιταλ. groppo=εξόγκωμα,κόμπος). Παράγ: γρομπιάζω,γρομπουλιώ.
γρυλαμάτης: αυτός που γρυλώνει (έχει πεταχτά σαν του γρύλου μάτια).
γυνί (το): (ευφωνικό γ+υνί) το σιδερένιο μυτερό κάτω άκρο (αρχ. υνίον) του αρότρου.
Δ
δασκαλάκι: μαθητής δημοτικού
δαχτυλίδωση: μνήστευση, αρραβώνας
δειλιώ: δειλιάζω
δεματαρέ/δεματαρά: 1.Πέτρα με τρύπα, που εξέχει από τοίχο για να δένουν μεταφορικό ζώο. 2.Σταθερή βάση (βαθιά ριζωμένος θάμνος,όπως θυμάρι κλπ) που δένεται ζώο.
δεματέ(η): δέμα κλαδιών ή χόρτων.
δέμπλα/ντέμπλα: μακρύ λεπτό σχετικά και δυνατό ραβδί, για χτύπημα (ράβδισμα) κλαδιών για να πέσουν οι καρποί τους (ελιές,χαρούπια,αμύγδαλα,καρύδια κλπ).Από το αρχ.ελλην.τέμνω/τέμπλον, λατιν.templum=το τέμνον (το ναό) ξύλο.
δεμπλίζω/ντεμπλίζω: ραβδίζω δέντρο με την δέμπλα
δεξιοκόκαρο/δεξί κοκάρι: "σαμά" (σημάδι) στο δεξιό αυτί αίγας ή προβάτου.Αν γίνει στο εμπρός μέρος του αυτιού,δεξιομπροσκόκαρο, στο πίσω πισωμπροσκόκαρο.
δερνοκοπανίζω: δέρνω με κόπανο
δεσιά: 1.δέσιμο ετοιμόρροπου χωραφιού με πέτρινο τοίχο. 2.τοποθέτηση χώματος ή άλλου εμποδίου για αλλαγή διεύθυνσης τρεχάμενου νερού σε αυλάκι ποτίσματος 3.δαντέλα με κλωστές που δένονται,στην άκρη υφαντού 4."δέσιμο"ανθρώπου με μάγια.
δεσπολιά/δέσπολα(η): μουσμουλιά.μούσμουλο (από το ιταλ. nespola) μουσμουλιά όμως λέμε στα χωριά των Χανιών άλλο δέντρο,ντόπιο, με καρπούς μεγέθους περίπου όσο οι δέσπολες, καφέ χρώματος, χυλωτούς όταν ωριμάσουν.
δέτης(ο): απόκρημνη άκρη χωραφιού, πέτρινο τοιχείο που "δένει", ενώνει ή χωρίζει δυο χωράφια διαφορετικού ύψους σε επικλινές έδαφος
διαγουμίζω (Ριζίτ. "...πριν νά ΄ρθει ο χάρος να μας βρει, να μασε διαγουμίσει..."): διασκορπώ, διαμοιράζω, (Προέρχ. από τοδιακομίζω κατά τον Γ.Χατζηδάκη)
διάζομαι: βάζω στον αργαλειό το στημόνι,αρχίζω να υφαίνω. Αμετάλλαχτο λεκτικά και με το ίδιο ακριβώς νόημα όπως το αρχ. ελλην. διάζομαι (βλ Λεξικό Liddell & Skott)
διαθούσα κουτσούρα (η): κουτσούρα(κουρμούλα) αμπελιού που ανθεί μα δεν καρπίζει.
Ετυμολ:μετοχή ενεστώτα του διανθώ, δια+ αρχ. ελλην. ρήμα ανθώ=συνεχώς ανθώ.
διακονούμαι/διακονιάρης/διακονίκι/διακονιλίκι: ζητιανεύω, ζητιάνος, ζητιανιά.Από το αρχ. διακονέω-ώ=υπηρετώ,χορηγώ. Προέλευση: Οι παλαιοί χριστιανοί διάκονοι ζητούσαν από πιστούς χορηγία,υλική βοήθεια για την εκκλησία περιφερόμενοι σαν ζητιάνοι.
διαλαλητής: αυτός που διαλαλεί(δια+λαλεί) λέει, ανακοινώνει δηλ. παντού και ψάχνει να βρει χαμένα ή κλεμμένα ζώα του.
διάλε(επιφώνημα): διά(βο)λε. Λέγεται 1.Σαν επιφώνημα κατάρας , πχ: "διάλε την ξεροκεφαλιά σου!"
2. Με την έννοια του "παραλίγο"ή καθόλου, ούτε ένα, όπως πχ παρακάτω:
διάλε την τρίχα πού ΄θελε να μισερωθώ =παρά τρίχα να, παραλίγο να... διάλε (ν)το γεις=ούτε είς, ούτε ένας,"διάλε (ή "διάολε πάρε") το ζάλο απού ΄κανα" = ούτε ένα βήμα δεν έκανα.
διάλε το πράμα, διάλε το δώρος, διάλε (ν)τό ΄να κλπ: κανένα πράγμα,τίποτα,
διάλε ντο ψόμα: διάλε το ψέμα,καθόλου ψέμα
διαλέτι: κατάρα (από το δια(β)όλου+τι/διάλε τι=διαβολικόν τι, κάτι δαιμονικό)
διαλεώνας: αυτός που διαλέγει.
διανέρι(το): αμυδρά ορατή κορυφογραμμή. "Διανέρι τ΄ουρανού"=εκεί που φαίνεται να σμίγει ουρανός και γη.Από το διανερίζω. Συνών.κόρδα,ρίνα,ο αρμός, το αρμί.
διανερίζω/διανερώ (χαν.) διανιρίζω (ρεθ.):διακρίνω αμυδρά,θαμπά (δια+νερό) δηλαδή όπως μέσα στο νερό, που δε βλέπω ξεκάθαρα.
διαντηρώ: παρατηρώ καλά (δια+ντηρώ,αρχ.ελλην.τηρέω-ώ). "Ντήρα διαντήρα το σκαμνί, την τάβλα που καθίζεις! Με τον καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου!"
διαολίζω: εξοργίζω (διαβολίζω) κάποιον.
διαόλιο: κάτι που εξοργίζει: "διαόλιο,διαόλιο,διαόλιο μεγάλο,/το ν΄αγαπά κιανείς καμιά κι αυτή να θέλει άλλο!"
διάολος,διάοτσος,διάορος: ο διάβολος.
διαπόρι: στενό πέρασμα προς μιαν έξοδο (δια+πόρος,έξοδος).
διάφορο: κέρδος. "Ήντα διάφορο είχες εσύ ν΄ανακατευτείς;"
διάω: το αρχ.ελλην. διάγω=περνώ την ζωή μου,διαμένω, με αφαίρ.του χαρακτήρα γ. "Πού διάεις;"
διγαβρές: συζήτηση, κουβέντα ή φιλονικία. Κατά τον Ξανθινάκη, από το αρχ.επίρρ. δις+ το αρχ.επίθ. γαύρος(υπερήφανος,αγέρωχος).Μάλλον όμως (Κ.Ντ.) όχι από το δις, αλλά από το δια+γαύρος ή δια+ύβρις δηλ διύβρισις.Γιατί κατά τοΛεξικόν Liddell&Scott: "δια:...Α. γ)προς δήλωσιν του τρόπου καθ΄όν πράγμα τι γίνεται...δια μέθης...δι΄οργής,εν οργή,μετ΄οργής..."Άρα διγαβρές=δια γαύρου:με γαύρον ή δια ύβρεως/ύβρεων:με ύβρεις. Με το δις δεν βγαίνει κανένα νόημα,δεν συντίθεται έτσι η λέξη.Γιατί κατά το προαναφερθέν έγκυρο Λεξικό: "δις:αχώριστον μόριον δηλούν κίνησιν εις τόπον ως το -δε (οίκαδε) αλλ΄είς τινας (μόνον) λέξεις, ως άλλυδις,οίκαδις χαμάδις."
διγαβρίζω: λογομαχώ,φιλονικώ,συζητώ έντονα(βλ.προηγ.λέξη).
δικολογιά/δικολόι: οι "δικοί",οι συγγενείς(δικός+λογή/συλλογή, όπως λέμε συγγενολόι.
δικονίζομαι: ζητιανεύω.Από το διακονούμαι. Βλ.λέξη παραπάνω.
δίμουρος: διπλοπρόσωπος,ύπουλος (δυο+μούρη).
διόθος: έντομο που τρυπά το δέρμα αιγοειδών (από το αρχ.ελλην. ίονθος=εξάνθημα,ρίζα τρίχας-γιόθος-διόθος.
διόχνει μου, μου διόχνει στον αόρ. μού ΄διοξε, έδιοξέ μου: μου φαίνεται, έχω την γνώμη, μού ΄ρχεται στο νου να πράξω. Από το αρχ. "δοκεί μοι"και "έδοξέ μοι" (ρήμα δοκέω-ώ) που έχουν ακριβώς το ίδιο νόημα: "Έδιοξέ μου να του θέσω μια φορφοτηρέ..." Πασίγνωστη η μαντινάδα "Ετσά μου διόχνει ο διάολος, να θέσω ένα μ-πήδο και να βρεθώ ανάσκελα στου βαρελιού το μ-πίρο!"
διώμα(το): πνευματικό,ψυχικό, σωματικό προτέρημα, ακέραιος χαρακτήρας,ωραία εμφάνιση (από το ιδίωμα=ιδιότητα,ποιότητα,χαρακτήρας).
διωματάρης:αυτός που έχει διώμα/διώματα (βλ.προηγ.λέξη) δηλ έχει πνευματικά,ψυχικά και σωματικά,εμφανισιακά προτερήματα
δοικά(μόνο στο γ ενικό και πληθυντικό πρόσωπο λέγεται): φτάνει,αρκεί Από το δ(ι)οικά..Λέμε: "δοικά με, δοικά τηνε, δοικά τζι,δοικούνε τζι, δοικούνε τονε πχ:"δοικά σε τόσονά!" "δε τονε δοικούνε όσα έχει;" Συνών. σώνει: "Σώνει! Δε θέλω άλλο!"
δόλωνας: κοίλωμα γης που χρησιμεύει ως μάντρα αιγοπροβάτων (αρχ. δόλων,δόλωνος=δόλος/παγίδα.)
δόμοι(οι): οι πολλές αλλεπάλληλες σόλες στα στιβάνια: "δεν τονε θέλω ΄γώ βοσκό και να φορεί τσι δόμους". Από το αρχ. δόμος εκ του ρ. δέμω=κατασκευάζω,κάμνω,δομώ.Παράγ.δομή,δώμα,δέμας.
δοξάρια(τα): οι σωματικές δυνάμεις,αντοχές,μεταφορικά και οι οικονομικές αντοχές: "ανέ σε βαστούνε τα δοξάρια σου, βάλε ντα μαζί ντου".Κατά τον Ξανθινάκη "από το μεσαιων. δοξάριν,μεταγενέστ. τοξάριον,υποκοριστ.του τόξον με (;)επίδραση του δόξα". Κατά τον γράφοντα, μάλλον από το αρχ. δοκέω-ώ,μέλλ. δόξω,αόρ.έδοξα=σκέπτομαι, υποθέτω,νομίζω,μου φαίνεται πιθανό κάτι,παράγ:δόξα=φήμη,τιμή,γνώμη(δοξασία). (Από το δοκέω-ώ επίσης, λέμε στη τοπολαλιά μας "μου διόχνει, αόρ. μού ΄διοξε: μου φαίνεται, έχω την γνώμη, μού ΄ρχεται στο νου να πράξω όπως ακριβώς το αρχ. "δοκεί μοι"και "έδοξέ μοι"που έχουν ακριβώς το ίδιο νόημα.
δούδω/δούνω: δίδω (μετατρ. του ι σε ου όπως στο κινώ-κουνώ): "δούδω του το ντενεκέ"=του απορρίπτω πρόταση γάμου, "δούδω κούτελο"=κουτελώνω,δηλ. συναντιέμαι με κάποιον, "δούδω των αμαθιώ μου"=φεύγω απογοητευμένος, "δούδει ο ήλιος"=προβάλλει,ανατέλλει ο ήλιος.
δράβυλα,τα(σφακ.): φρούτα (αρχ. ελλ. βράβυλα=κορόμηλα.Ίσως από το ύδωρ+φιλα (φιλικά) δηλ.υδρόφιλα. Συνών:δρόλικο(υδρόλικο) βλ.παρακάτω.
δρακόνα: πέτρα μεγάλη και μαγλινή(λεία) εκ του αρχ. υδρακόνη, (ύδωρ=ακονίζω:ακονισμένη,λειασμένη από την πολύχρονη ροή υδάτων.)
δρίμες: οι πρώτες 12 ημέρες του Αυγούστου, από την παρατήρηση του καιρού των οποίων προκύπτουν τα μερομήνια, η πρόβλεψη του καιρού κάθε μήνα του επόμενου έτους.(Εκ του δριμύς.)
δρόλικο(το): υδαρής καρπός,δροσερό φρούτο (από το υδρόλικο/υδρολός/αρχ.επίθ.υδρηλός=υδατώδης. Συνών:δροσερικό,δροσιστικό,δράβυλο.
δρομαχώ:(ι)δρομαχώ, ιδροκοπώ (ίδρως+μάχομαι.)
δρομολάτης: οδοιπόρος από τα δρόμο+ελαύνω=δρόμο προχωρώ,πηγαίνω.
δροσιά! ή διάλε την δροσιά! διάλε το δρόσος!:("Ούτε δροσιά!)Καθόλου! Τίποτα απολύτως! Συνών: διάλε το δώρος! / δούρειος έλεος! χαράμις το πράμα!χαράμις τό ΄να!
δροσοποτά (απρόσωπο):έχει δροσιά ένα μέρος. "Επαέ δροσοποτά". Από το δρόσος/δροσιά+ποτίζει
δρούβαλος/δρουβάλι ή ντρούβαλος/ντρουβάλι: βλάκας. Ίσως από την λέξη βούβαλος.
δρούμπικας: δρώπικας,ύδρωπας από το υδρωπικία, μεταφορικά ζοφός (τζούφιος, μαραμένος,με έλλειψη νερού εντός του) καρπός.
δρουμπικιάρης= καχεκτικός,στεγνός,υδροπικιάρης.
δρυγιάς/ντρυγιάς: τόπος με δρυς (βαλανιδιές).Όπως λέμε πλατανιάς,πρινιάς,σκινιάς κλπ.
δώμα: Πανάρχαιη ελλην.λέξη, ταράτσα χωμάτινη(κάτω από αδιαπέραστο από νερά χώμα είχε πλάκες,συμπιεσμένες αστιβίδες ή άλλους λεπτόκλαδους θάμνους,κλαδιά και δοκάρια που το υποβάσταζαν στους πέτρινους τοίχους.
δώρος,το(άκλιτο): τίποτε, κάτι τι,όφελος: "Δε μού ΄δωκε δώρος!""Διάλε το δώρος"ή και παραλλαγμένα:"Δούρειος έλεος!" (Από το αρχ. δώρον, όπως λέμε "το κρύος" αντί "το κρύον".
Ε
-έα (μερικές φορές και -ίλα,πχ ψαρίλα): κατάληξη ενδεικτική οσμής, πχ: τσουκνέα,σκανέα,θρασουλέα
εβάρηκα/εβαρήστηκα: τραυματίστηκα,πληγώθηκα.Από το ρ. βαρώ, παθ μτχ βαρεμένος=τραυματίας,
βαρεμένη=έγκυος
εβγαρσιά(η): έξοδος. Από το ρ. βγαίνω/βγάλσιμο/βγάρσιμο, όπως από το μπαίνω-εμπασιά
εβγιά/βγια(σφακ.εβιδιά): βια,καλοκαιρία,σταμάτημα κακοκαιρίας. Ξανθινάκης:Από το αρχ.ευδία=ησυχία/ευδιά/ευγιά/εβγιά.Μάλλον αυτό είναι το πιθανότερο,αφού λέγεται και εβιδιά (στα Σφακιά). Ίσως όμως(Κ.Ντ.) ετυμολ. και από το ευ+βίος/ευβία/ευβιά-ευγιά/εβγιά, επειδή στην αρχ.ελλην. (Λεξ.L/S) "βίος, ...κατάστασις ζωής..."Δηλωτικό ίσως λοιπόν, με την ετυμολόγηση από ευ+βίος, καλής κατάστασης ζωής (από άποψη καιρικών συνθηκών
έβγορο/όβγορο: Το μέρος από το οποίο "ευ ορώ"=καλά,εύκολα βλέπω. Μου βγορίζει=έχω καλή θέα
έγγαλα: τα αιγοπρόβατα που έχουν,παράγουν γάλα (από το εν+γάλα)
εγγαλάρης τρά(γ)ος ή κρι(γι)ός:βλ λέξη ΄γγαλάρης
εγόη μου / ηγόη μου: αλίμονό μου. Από τα αρχ. γόος=θρηνητική κραυγή,θρήνος, πρόθ. ε+γοή/εγόη (γοώ=θρηνώ γοερά,δυνατά.Απ΄αυτό το κρητικό γούζιομαι: γκρινιάζω,κλαίω ηχηρά)Νεοελλ.γογγύζω
εγούγια μου/ηγούγια μου/εγόγια μου: αλίμονο. Από το εγόη μου και το γούζιομαι/γοάω-ώ/γογγύζω
εγράθηκα: (υ)γρά(ν)θηκα, εβράχηκα.
εδά: τώρα,πλέον,τώρα δα. Από το αρχ.ελλ. επίρρ. ήδη.
έδε/εδέ/ιδέ: δες, από το αρχ.ελλ. ίδε, ιδέ με μετατρ. του ι σε ε
εδεπά/έδεπα(επίρρ): εδώ, εδώ κάπου, από το εδώ+επά,επαέ (βλ. λέξη)
εδέτσι: έτσι ακριβώς "εδέτσι κάνου΄ οι γι άντρες":έτσι κάνουν οι άντρες. Από το ιδέ έτσι/εδέ έτσι
εδικός(κτητ. αντων.): δικός,συγγενής. Ριζίτ: "Μάνα κι αν έρθου΄οι φίλοι μας κι αν έρθου΄οι γι εδικοί μας..." δικολογιά=συγγενολόι
εζημιά: ζημιά
είκασι πως(σφακ): σάμπως, σαν να (από το εικάζω/εικασία=υποθέτω,υπόθεση): "Επήρασιν απάνω τα ωζά, είκασι πως τα απολάλιε κιανείς"
είμητας(σύνδεσμος,Ρέθ): από το αρχ. ελλ. ει μη=εκτός εάν
είντα (κατ΄άλλους γράφεται ήντα ή ίντα): ερωτημ.= τι. Κατά Ξανθινάκη και μερικούς άλλους από το "τι είναι τα"/τείντα/είντα. Κατ΄ άλλην ετυμολ. ήντα, από το εν+τα ή εν+τι.
εισέ: εις "κι εισέ καλό κι εισέ κακό"
εκειά/έκειγιέ/εκειέ/έκειδά/έκειδέ: εκεί, εκειδά ακριβώς
εκείνοσές, εκείνηνά,εκείνονά: εκείνος-η-ο, εκεινού: εκείνου
ελέ: ελιά,ελαιόδεντρο.(όπως λέμε σφυριά-σφυρέ, πατιά-πατέ, γροθιά-γροθέ, αμπωθιά-έ, μπαλωτιά-έ )
έλιγο-έλιγο: λίγο λίγο έλιγος/η:λίγοςλίγη
ελιδιάς: ελαιώνας (όπως λέμε πρινιάς, πευκιάς,δρυγιάς,ασπαλαθιάς κλπ)
ελλενικό ή λενικό χωράφι: γόνιμο χωράφι. Από το "ελληνικό χωράφι", ειδικότερα ίσως (Κ.Ντ.) από το αρχ. ελ που σημαίνει φωτεινό,φωτιζόμενο, άρα προσήλιο ως χωράφι, άρα καταλληλότερο για καλλιέργεια. Ελλάς: Από το ελ+λας=φωτεινή, ηλιόλουστη γη. (Λας=λίθος, εξ ού Λάνδη=γη,στεριά, εξ ου διεθνώς: land= γη ξηρά,χώρα οπότε έχουμε:England,Finland, Iceland, Greenland, Deutschland,Swisserland κλπ...)
ελόγου (μου,σου του,τση): εγώ,εσύ,αυτός-αυτό,αυτή. Από την φράση "του λόγου μου")
εμιριά/ιμιριά (σφακ.): φορολογιά.Κατά Ξανθινάκη από το τουρκ.(αραβ.προέλ.) emiri= του ηγεμόνα. Κ.Ντ: Άποψή μου,από τομοίρα/μερίδι, από τα μοιράζω. Το μερίδιο φόρου που αναλογεί σε κάποιον. δεδομένου και ότι στα Σφακιά, όλες οι τότε απογραφές δείχνουν πως δεν κατοικούσαν καθόλου μουσουλμάνοι (οι οποίοι άλλωστε και στις άλλες επαρχίες όπου υπήρχαν σχετικά πολλοί, ήταν όλοι πλην λίγων αγάδων και στρατιωτών,εξωμότες,αλλαξοπιστεμένοι για ιδιοτελείς λόγους Έλληνες, ομιλούντες μόνο ελληνικά)
έμπανά/δέμπανά: Από το "δεν πά(ει) να",δηλ. και τι μ΄αυτό, δε με νοιάζει, μήν πά(ει) να/ μήμπανα
εμπασιά: είσοδος, από το εν+βαίνω/εμβαίνω/μπαίνω. Όπως ανεβαίνω/ανεβασιά
-έ (ως κατάληξη σε αριθμητικά): αντί της κατάλ. -ιά,ενδεικτικό ποσότητας: δεκαριά/δεκαρέ, τριανταριά/τριανταρέ, ογδονταρέ, εκατοσταρέ, πεντακοσαρέ κλπ
έντο ή έντοέ: νάτο, έντηνέ:νάτη έντονέ: νάτον,έντα:νάτα, έτζοι(εντσοι):νάτους,να τσι. Από το "δες αυτό"(ετυμολ.βλ λέξη έτζοιε)
εντουρά/εντορά/ντουρά: ίχνος, φανέρωμα,παρουσίαση. Μάλλον από το εν+αρχ.ελλ. τορός =ίχνος. λιγότερο πιθανά από το έντο/έντοέ
εξιά(η, ρέθ): ελευθερία,ανεξαρτησία "Έεις την εξιά σου να κάνεις ό,τι θέλεις!"(από το αρχ. εξουσία:εξουσιά/εξιά)
εξώρας(επίρρ): εκτός ώρας, σε ώρα περασμένη,καθυστερημένα. Από εκ/εξ ή έξω+ώρας
επά/επαέ/έπαδά: εδώ,εδώ ακριβώς. Από το αρχ. δωρικό πά(με περισπωμένη)=κάπου,επί του τόπου τούτου: επαδά, από επά+δεικτικό μόριο δα ή από επά+εδά(τώρα)
επίλοιπο: υπόλοιπο, αποδέλοιπο. Αρχ.επίθ. επίλοιπος =υπόλοιπος
εργώ ή ηργώ: κρυώνω. Ριζίτ: "Απόψε κρύος έπιασε και τα πουλάκια εργάσαν κι εγώ ΄μεινα περιγιαλιάς, γυμνός και δεν ε-ήργουν! Όφου ο νιος και για δεν ήργασα..." Από το ρ. ριγώ (με πιάνει ρίγος,κρυώνω) με πρόθ. ε όπως λέμε ζημιά/εζημιά, τότες/ετότες: εριγώ/εργώ/ηργώ. Κατ΄άλλην εκδοχή με αναγραμματισμό του ρι: ριγώ/ιργώ,εργώ
εργασιάρης,ηργασιάρης,εργατσάρης: κρυουλιάρης.
έρεγος(ο): ο πολύ ποθητός "ώ τον έρεγο πώς χορεύει!". Από το ρ. ορέγομαι/ρέγομαι=επιθυμώ,μου αρέσει (παράγ: όρεξις, ορεκτικό, ρέκτης)
έρεικας(ο): το ρείκι. Λέγεται και παράσυρας, γιατί με αυτόντον θάμνο "παρασέρνανε" δηλ. σκουπίζανε τα σπίτια παλιά.
ερωθιά(η): ερωτιά, έρωτας, κάτι ερωτικό, ερωτισμός. Ριζίτ: "Απού την άκρη των ακριών ώστε να πα΄ στην άλλη, στέκουσιν τάβλες αργυρές, στρωμιά μαλαματένια, ποτήρια με τσι ερωθιές..."
έρωντας: 1.έρωτας 2.το δίκταμο (σταματόχορτο)
έρχου: αρχαίο β πρόσ. προστακτ. του έρχομαι: να έρθεις, έλα,προχώρα
ετά/έτουδά/έταέ(επίρρ.τοπ.): αυτού,εκεί. Από το αρχ. αυτού/αυτουδά/ευτουδά/ετουά/ετά ή έτουδά/έταέ
έτζοιε/έτζε/έτζοιγιε: Αντων νααυτοί, νά τους "έτζοιε απού΄ρχονται γλαλιστοί". Ετυμολ. από τη φράση (Ξανθιν.) "δες αυτοί"/έ τοι/έτσοι/έτζοι+επίθημα ε=έτζοιε, όπως επά/επαέ, έντο/έντοέ
ετότες,ετότεδα,ετότεσάς: τότε (ετυμ.βλ. έτουδά)
έτουδά(επίρρ): αυτού, σε αυτό το μέρος (αρχ.επίρρ.αυτού-δα/ευτουδά/ετουδά)
ετσά μου διόχνει: Έτσι μου έρχεται η ιδέα, διόχνει από το αρχ.δοκεί μοι=μου φαίνεται, σκέφτομαι να
έτσέ/έτσιδέ/έτσιδά: έτσι
ευτός,ή,ό / ευτηνού: αυτός,ή,ό / αυτουνού
εφταμόναχος,εφτανήστικος: ολομόναχος, ολονήστικος
έχη ή έχει (τα): Λέμε "τα έχει ντου"δηλ. το βιος του, η περιουσία του. Από το αρχ.απαρέμφ. έχειν
έχνος(το): το ζώο, πχ λέμε "άμε να ταϊσεις τα έχνη". Από την αρχ ελλ. έννοια της λέξης έθνος: "των δ΄ως ορνίθων πετεινών έθνεα πολλά" (Όμηρος, Ιλιάδα Β.459).Με μετατρ. του θ σε χ όπως θλιβερός -χλιβερός, πάθνη-πάχνη
Ζ
ζαγλός/ ζωγλός/ζουγλός-ζαγλώνω: κουλός/ κάνω ζαγλό κάποιον. Κατά Ξανθουδίδη, από το ρ. ζουλώ-ζουγλός-ζαγλός.Κατ΄άλλους από το ζαγκλός/ζάγκλον=δρεπάνι
ζάλο(το)/ ζαλιά(η)/ζαλέ(η): δρασκελιά,βήμα,βηματισμός. Από το αρχ.ελλην. σάλος = θόρυβος (προκαλείται κατά το βάδισμα). Από τον σάλο: "Σαλαγώ τα πρόβατα", "σαλάγα τα"!
ζαμάνι: χρονική περίοδος, εποχή "κακά ζαμάνια φτάξαμε!"= "κακές εποχές εφτάξαμε!" Κ.Ντ: Πιθανά από το αρχ. σημειόω-ώ=σημαίνω,σημειώνω Σημείον, δωρικά σαμάον= σήμα,σημάδι παντός είδους,χρονικό σημείο εν προκειμένω (σαμά προβάτων = αναγνωριστικό σημάδι προβάτων-τουρκ.zaman) όπως από το τέμνω/τομή (χρονική τομή,διαίρεση χρόνου) το λατιν. tempo, αγγλ. time κλπ. Κατά την Τζιροπ.Ευστ από το διαμένω=εξακολουθώ να υπάρχω, είμαι διαρκής
ζάρα(η): είδος κουκουβάγιας, το "κακό πουλί"που θεωρείται κακό σημάδι αν λαλήσει ή αν φανεί. "Η ζάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα!"ετυμολ. από το ζαρώνω (μαζεύομαι,σουφρώνω)
ζαράρι(το): η ζημιά (τουρκ zarar = απώλεια) Ίσωςαπό το αρχ.ελλην.σάρον (εκ του ρ. σαίρω) = σάρωμα,ακαθαρσία,σκουπίδι καισάρων= αισχρός άνθρωπος.
ζάρπα: ηχηρό ξεφύσημα, σαν βραχνό σάλπισμα με κατάλληλη τοποθέτηση της χούφτας προ του στόματος, για αποδοκιμασία.Σαφέστατα από το αρχ ελλ. σάλπιγξ/σαλπίζω με την συνήθη μετατροπή του σ σε ζ και του λ σε ρ και όχι από ιταλ. ή τουρκ. παραγόμενες από αυτήν λέξεις που αναφέρουν κάποιοι.
ζάφτι: υποταγή,καλμάρισμα ("δεν τονε κάνω ζάφτι!"=δεν τονε παλεύω,δεν τονε κάνω καλά)Από το τουρκ. Κατά την Τζιροπ./Ευσταθίου από το αρχ ελλ διάκαμψις,διακάμπτω=στρέφω,καταβάλλω (ΚΝτ: δηλ. διάκαμψη=λαβή, τεχνική συστροφή κάμψης αντιπάλου στην πάλη) ή και εκ του άπτω, κάπτω. Τουρκ. zapti εξ ου και ζαφτιγιέδες ή ζαπτιέδες οι χωροφύλακες επί τουρκοκρατίας
ζγουραφιά/ζγουράφος/ζγουραφιστός: ζωγραφιά,ζωγράφος,ζωγραφιστός (ζωγραφίζω/ζουγραφίζω/ζγουραφίζω)
ζεβελιάρης/ζεβελιασμένος: παραλυμένος,κακοστεκούμενος, παραπαίων. Μάλλον από το ζαβός
ζειμιό (άλλοι το γράφουν,αναντίστοιχα, ζιμιό ενώ το ετυμολογούν όπως και εδώ): με μιας, αμέσως (από το εις μίαν(με μιας)/εις μίον/ειζμιό/ζειμιό
ζειμοπουλίτικο(επίθ): αυτό που κατασκευάσθηκε ζειμιό (εις μιά,με μιας,αμέσως, πρόχειρα,χωρίς προσεχτική τεχνική) για να πουληθεί (ζειμιό+ πουλώ/πουλίτικο)
ζερβοκόκαρο: είδος σαμάς (σημαδιού) αιγοπροβάτων.Γίνεται στο ζερβό(αριστερό) αυτί.Αν γίνει στο εμπρός μέρος,ζερβομπροσκόκαρο, αν πίσω,πισωμπροσκόκαρο (ζερβό+κοκάρι,κοκαράδα =χαρακιά)
ζερβοκουτάλα: (λέγεται περιπαιχτικά) ο ζερβοκούταλος (αριστερόχειρας)
ζεστερός: κάπως ζεστός,ζεστούτσικος (αντίθ. κρυγιαδερός)
ζευγαρέ: το όργωμα μιας μέρας, από το ζευγαρίζω = οργώνω (με ζεύγος βοδιών παλιά)
ζεύκι: ξεφάντωμα,διασκέδαση (τουρκ.zefk). Μάλλον από το αρχ.ελλ. ζάω = "είμαι εν τη πλήρει ακμή της ζωής, είμαι ακμαίος"(Λεξ.L&S)
ζεύλα: Ξύλο πολύ κυρτό τοξοειδούς σχήματος που εγκλωβίζει τον τράχηλο μεγάλου ζώου που σέρνει (ή σέρνουν, αν όπως συνήθως, είναι ζευγάρι,οπότε είναι δυο οι ζεύλες) το άροτρο (αλέτρι).Ετυμολ. από την αρχαία ζεύγλη εκ του ζεύγνυμι=ζεύω,βάζω στον ζυγό για όργωμα.
ζευλιά(τα): οι δυο παράλληλες περόνες που διαπερνούν κάθετα τον ζυγό ,ανάμεσα στις οποίες δένεται από τον λαιμό το βόδι με το "ζεβλοσπάουλο"
ζευλώνω: κυρτώνω κάτι (ετυμολ. από την κυρτή ζεύλα)
ζεύνω/έζεψα: βάζω/έβαλα τα βόδια στον ζυγό. Από το αρχ.ζευγνύω
ζεύτης: χοντρό και δυνατό σκοινί για δέσιμο ζώων μεταξύ τους ή στον ζυγό
ζευτικό (βόδι)/ζευτικιά(αγελάδα):βόδι ή αγελάδα για ζευγάρισμα,για όργωμα
ζιγαρδέλι(το): μικρό πουλί, η άγρια καρδερίνα (ίσως από το σγουρό/ζγουρό,υποκοριστικό σε -έλι, γιατί έχει ποικιλόχρωμο, σαν σγουρό πτέρωμα)
ζιμοπουλίτικο: βλ. ζειμοπουλίτικο (σωστή γραφή) προηγουμένως
ζιω: ζω, με ανάπτυξη ευφωνικού ι προ του ω (έζιουνα,, έζιες, έζιε, εζιούσαμε κλπ)
ζόρες(ο): το ζόρισμα, ο εξαναγκασμός
ζουλώ/ζουλίζω:δένω,εξουδετερώνω,απομονώνω κάποιον."Εζουλίσανέ τονε και του κλέψασιν τα ωζά"
ζούμπερο ή τζούμπερο (κυπριακά ζούπερο):οικόσιτο ζώο. Μάλλον από τη λέξη ζώο(ωζό, του ωζού, όπως λένε αλλού "τοζούδι")+αρχ.ελλ.-περ(βλ.διάφορες χρήσεις και ερμηνείες του στο Λεξ. L&Scott) ή πέρα (δηλ μάλλον το ζούμπερο= το ζώο πέρα
ζουρίδα: είδος αλεπούς, η νυφίτσα. Από το αρχ.ελλ. ο σους= η κίνηση, η ταχεία ορμή,εκ του ρήμ.σεύω=διώκω,ελαύνω,κυνηγώ,θηρεύω,παρορμώ εναντίον τινός.
ζοφός/ζουφός/τζούφιος: 1.για καρπούς, αυτός που δεν ωριμάζει κανονικά,στεγνός από χυμό,ελαττωματικός,πχ καρύδι,αμύγδαλο κλπ χωρίς φαγώσιμο περιεχόμενο 2.για ανθρώπους, καχεκτικός.Από το αρχ.ελλ.σομφός, μεσαιων. ελλ.ζοφός
ζυγώνω(ζιγώνω κατά Γ.Χατζηδάκη) και αποζυγώνω: διώχνω,καταδιώκω,πλησιάζω. Ετυμολ. κατά τον Γ. Χατζηδάκη από μεσαιων. ζυγώνω=πλησιάζω, μεταγενέστ. ζυγόω ζυγώ-ζυγός. Κατά τον Στυλ. Καψωμένο εκ του αρχ. διώκω/διώχνω/ζιώχνω/ζιγώχνω/ζιγώνω(αόρ. εζίγωξα, κατά το εδίωξα)
ζυλοκούμπι/ζουλοκούμπα: τυρί αιγοπροβάτων σκληρό, με ελάχιστα λιπαρά (ξεβουτυρισμένο) πλασμένο σε σφαιρικό σχήμα (βώλο) διατηρούμενο εντός δοχείου με λάδι. Από το ζουλοκούμπι εκ του ζουλώ (στίβω) + κουμπί (αρχ. κόμβος,βώλος)
ζυμπραγός/ή/ό: δίδυμος/η/ο Από το επίθ. συμπραγής εκ του αρχ. συμπράττω με τροπή του σ σε ζ
ζυμωτό(το): η ετοιμασία ζύμης για ψωμί (αρχ.ζυμόω/ώ)
ζωνός/ή/ό: ζώο με ζώνες διαφορετικού χρώματος τριχώματος. "Πιάσε τη ζωνή αίγα!"
ζωσέ/ιά: η μέση, η οσφύς. Από το θέμα ζωσ- του αορ. έζωσα του ζώνω
Η
ήβρηκα/ηύρηκα: βρήκα (αρχ. εύρηκα)
ημεριδώ (των): ημερών. Λέμε πχ: "τούτονέ το ψωμί είναι τριών ημεριδώ"
-ητα: κατάληξη θηλ. αφηρημ. ουσιαστ. πχ εχθρότητα-έχτρητα ή όχτρητα, κακία-κάκητα
Θ
θαλαμώνω: Βάζω κάτι στη θλάμη, το κρύβω. Με μεταφορ. .εννοια = γεμίζω την κοιλιά μου φαγητό, υπερχορταίνω
θάλλια(τα): Έτσι λένε (κυρίως στα Σφακιά) τα αφράτα αμύγδαλα (από το αρχ. θαλλός, αργότερα θαλλίον=τρυφερό βλαστάρι εκ του ρ. θάλλω)
θαμάζομαι: θαυμάζω (μεσαιωνικό θαμάζω,αρχ.θαυμάζω)
θάμαξη(η): θαυμασμός (από τον αόρ.θάμαξα του μσν. ρ. θαμάζω)
θαμή: θάψιμο,ενταφιασμός, κηδεία. Από το θάβω με επίθημα -μη:όπως τιμή,δραχμή,στιγμή
θέλει ή θέλω με υποτακτική:δηλώνει με έμφαση ψυχική διάθεση, θέληση να κάνει κάποιος κάτι: "Να πάω (ή: να πάεις, να πάει, να πάνε κλπ) θέλει στο πανηγύρι"
θελύ: θηλιά
θεμωνέ/θημονέ/θεμονιά: θημονιά (αρχ. θημών =σωρός, από το ρ. τίθημι )
θεοκούζουλος/θεόγδυμνος/θεόργιστος κλπ: Το θεο- δείχνει με έμφαση,επιτατικά αυτό που λέει η υπόλοιπη λέξη, δηλ εντελώς κουζουλός, εντελώς γυμνός κλπ
θεοτικός: από τον θεό πχ: "θεοτική φωθιά να πέσει να τσι κάψει!"
θεράπιο (ή θαράπιο): χαρά, ικανοποίηση: "Ησύχασες εδά, σαν έγινε το θεράπιο σου!"Από το ρ. θεραπεύω
θέτω: κοιμούμαι "να πάω θέλει να θέσω"
θιαμπόλι,φιαμπόλι,χαμπιόλι: είδος καλαμένιας φλογέρας (από το βεν. fiabuolo)
θιαρμίζω(ρεθ): βασκαίνω, ματιάζω(λαβώνω στα Χανιά). "Εθιαρμίσανέ σε γιαυτό έεις τα χάλια σου κακορίκε!"Από το μεσαιων.οφθαλμίζω=ρίχνω φθονερό βλέμμα
θιαρμός/θαρμός(ρεθ): μάτιασμα
θράσιο(το): θρασίμι,ψοφίμι Από το αρχ. σαθρό=σάπιο με ανέβ. τόνου, ανάπτ. ευφων. ι και αντιμετάθεση συμφώνων.
θρασουλέα/θρασουλέ/θρασουλίλα(η): οσμή θρασιμιού,σάπιου.Από το σαθρό, 'όπωςκαπνουλέα, σκανέα,τσουκνίλα, παδαρίλα κλπ
θρινάκι: πιρούνα ξύλινη με τρία ως πέντε δόντια, για χρήση στο αλώνισμα και το λίχνισμα.Αρχ. θρίναξ-ακος,με την ίδια σημασία και χρήση
θρούβαλο/θρούμμαλο: θρύμμα/ψίχαλο,κομματάκι,/ θρούβω=θρουβαλιάζω, από το αρχ. θρύπτω
θροφανός:καλοθρεμμένος,παχύς,γεμάτος μσν θροφή από το αρχ. τροφή
θυμίζει η αίγα, η προβατίνα: βρίσκεται σε περίοδο έντονης γενετήσιας ορμής, "γυρεύει", αναζητά αρσενικό. Κ.Ντ: μάλλον από το αρχ. ελλ. θυμός=ψυχή,πνεύμα,στοιχείον...ιδίως ισχυρών αισθημάτων και παθών,παραγόμενον εκ του θύω(L&S).Κατά Ξανθινάκη από το μσν θυμίζω, μεταγενέστερα ενθυμίζω,συνών.γυρεύω,ζητώ
θώρη(τα)/θώρεμα(το)= η θωριά.Από το θωρώ (βλ λέξη)
θωρώ: βλέπω, παρατηρώ.Από το αρχ. θεωρέω/θεωρώ=βλέπω πρός τι, παρατηρώ,θεώμαι (L&S)
Ι
-ιάρης: κατάλ.επιθέτων που δηλώνει πάθηση ή ελάττωμα (κοκαλιάρης, βερεμιάρης, εργασιάρης κλπ)
-ίδι: κατάλ. ουδετ. ουσιαστ. απλών ή αυτών που δηλώνουν πλήθος (μπουνίδι,βρισίδι,μπιστολίδι κλπ)
ίδια εδά/ίδια΄δά: ίδια τώρα,μόλις τώρα
ιδυονώ (των): των δυο, όπως λέμε "πολλωνώ"=πολλών. Κ.Ντ: ι ευφωνικό+δυο+ευφωνικό ν+κατάλ.πληθυντικού -ώ(ν) με αποκοπή του ν, όπως λέμε "των ανθρώπω, τω γυναικώ, εκεινώ, ποιανώ"
-ιμιός: κατάλ.επιθέτων που δείχνει με κάποια έμφαση τόπο,τρόπο,ιδιότητα κλπ: "ακριμιός, βαφτισιμιός,ριζιμιός"κλπ
ινάτι/γινάτι: ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα. Από το αρχ ελλ FΙΝΑΙΑ (Το δίγαμμα F προφερόταν μεταξύ γ και β) = ισχύς. Οι Τούρκοι το είπαν inat
K
καβούσι(το): μικρή πηγή,λάκκος με νερό από μικρή πηγή. Από το αρχ ελλ κόος/κώος (αρχαιότερα, με δίγαμμα ΚΟFΟΣ (προφερόταν περίπου "κόβος") =κοίλωμα, κώοι=τα χάσματα της γης(βλ.Τζιροπ./Ευστ.).Το ιταλ.cavo=κοίλος, σαφώς προέρχ.από το κοFος
καβρός: κάβουρας, από το μσν ελλ. κάβουρος
καδελέτο/καντελέτο,το(σφακ,αποκορ,ρεθ): νεκρικό φορείο αντί φερέτρου, για μεταφορά των νεκρών στην κηδεία, συνών."κρέβατος". Από το αρχ. ελλην. κήδος, κάδος δωρικά=φροντίδα, εξ ού και η λέξη κηδεία (φροντίδα νεκρική) κηδεμόνας (αυτός που φροντίζει ένα παιδί) κλπ./ η κατάλ. -έτο είναι βενετσιάνικης επιρροής, όπως πχ από το ουσ. ο λέβης, έχουμε το λεβέτι. Νοηματικά μόνο στην ελληνική αντιστοιχεί, από το κάδος/κήδος
κάδιο (το): ζάχαρη,γλύκισμα. Από το μσν κάντιον εκ του ιταλ. candito=ζαχαρωμένος(Ξανθιν)
καηματέ(η): το κάψιμο, έγκαυμα.Από το ουσιαστ.το κάημα, του καήματος.
καημάτου, "του καημάτου": η ώρα που καίει ο ήλιος, περίπου από τις 11πμ ως τις 5μμ το καλοκαίρι. Άκλιτο, χρησ/ται ως χρον. επίρρημα.Από το ουσιαστ το κάημα
καημέχαρος: καημένος,κακόμοιρος,φουκαράς. Από καημένος+χαρά. Συνών: κακορίμαλος,κακομάζαλος,ζάβαλος/ζάβαλης,παντέξευρος,παντέρμος
Κάης ή κάης(ο): κατάμαυρος: "Αμουζουδώθηκα κι έγινα σαν το κάη!" (ή Κάη εκ του αδελφοκτόνου Κάιν που λέει η παράδοση πως όταν πέθανε δεν έλειωσε αλλά έγινε κατάμαυρος κατά Ξανθινάκη). Ίσως όμως ετυμολογείται από το καημένος-κάης.
κάθα: κάθε
καθέκλα: καρέκλα.Από την αρχ ελλ καθέδρα=κάθισμα, βενετσ.cadegla, λατιν cathedra...
καϊναντίζω ή καηναντίζω/: (μτφ) καίω/καίγομαι,βρίσκομαι σε υπερένταση. Από το ρ. .καίω-κάημα-καημός. Κατά Ξανθ. από το τουρκ. kaynamak=βράζω
καιντώ (κεντώ γράφουν όσοι το ετυμολογούν από το ελληνογενές ιταλ. incentiare=καίω): ανάβω φωτιά (συνήθως σε χωράφι για ...καθαρισμό του) ή πυροβολώμε όπλο. Από το καίω (πολύ παλιά και τα όπλα με είδος αναπτήρα μέσω της σκανδάλης,αργότερα με επικρουστήρα σε καψούλι, έδιναν φωτιά στο φυσίγγιο) πρβλ: καημός, καημένος,καϊναντίζω
καϊρέτι (το): κουράγιο,υπομονή.Από το αρχ ελλ (Λεξ.L&S) καιρός="επί χρόνου, ο κατάλληλος καιρός,κατάλληλος περίστασις ή ευκαιρία".(Το αι δεν επροφερόταν όπως σήμερα, αλλά περίπου ως αη) Από εκεί μάλλον ετυμολ. και το τουρκ. gayret=ζήλος,ενεργητικότητα από το οποίο ο Ξανθιν. ετυμολ. το καϊρέτι
κακαποδούδω(χαν)/κακαποδίδω(ρεθ): κακά αποδίδω.Έχω δηλ. κακή εξέλιξη.
κακαποδωμένα: (τροπ. επίρρ) κακά, άσχημα. Από το κακαποδούδω
κάκαρης/κακαρές: "Ο γέρο κάκαρης"= ο εξασθενημένος γέρος. Από το ρ. κακαρώνω εκ του κακή+ρώσις=δύναμη)
κακαφορούμαι: υποπτεύομαι άσχημα πράγματα.Από κακά+αρχ αφοράω=παρατηρώ,αποβλέπω
κακαφόρεση: υπόνοια, προαίσθηση κακού. Από το ρ. κακαφορούμαι
κακοβάνω/κακοβάλλω: βάνω κακό στο μυαλό μου, υποθέτω ότι συμβαίνει κάτι κακό. Από κακό+βάνω/βάλλω
κακόβολος/η/ο: (για εδάφη) πολύ ανώμαλο, δύσβατο. Από κακός+βολή
κακοθανατίζω: έχω κακό θάνατο, κακοθάνατος=που να έχει κακό θάνατο (λέγ. ως κατάρα)
κακοκεφαλίζω/κακολαλώ: παραστρατίζω,εκτρέπομαι ηθικά.(Κακά+κεφαλή ή λαλώ)
κακομάζαλος: κακόμοιρος, άτυχος (λέγεται με συμπάθεια). Από κακό+αρχ. μαζάω=ζυμώνω, μαζηρός=πινάκιο στο οποίο διενέμοντο οι μάζες,κρίθινοι άρτοι (L&S)
Κατά Ξανθιν. "ίσως από κακός +μάζαλη (εβρ. mazal=τύχη)
κακομοίτσης: κακομοίρης. Από μετατρ. χάριν ευφωνίας του ρ σε τσ
κακομούντρουλος: κακομούτσουνος (κακο+μουτρούλι, υποκοριστ. του μούτρο)
κακοπάω: κακοπηγαίνω,έχω κακή εξέλιξη "Έλα κι ελόγου σου μα δε θα σου κακοπάει!"
κακοπορεμένος: αυτός που κακοπέρασε στην ζωή του, ταλαίπωρος (κακά+πορεμένος, από το πορεύομαι. Αρχ. ελλ πόρος=πρόσοδος,εισόδημα)
κακορέξια/κοκορέξι (τα): "μην κάνεις κακορέξια!"=Μη κακορεξίζεις, μην κάνεις κακή όρεξη,κακή διάθεση.Από κακό+όρεξη παράγωγο: κακορεξισμένος. Αντίθ: καλόρεχτα
κακορίκος: κακορίζικος,κακόμοιρος Σκόπιμη ευφωνική παραφθορά του κακορίζικος(κακό+ριζικό, δηλ.τύχη από το ρίζωμα που είναι ευδοκίμηση,καλή τύχη ενός φυτού)
κακόσειρος ο καταγόμενος από "κακή σειρά"=κακό σόι, με γενικότερη έννοια ο αγενής, ο μίζερος. Αντίθ. καλόσειρος
κακοσύβαστος: δύσκολα συμβιβαζόμενος Από κακά+συβαστός,εκ του συβάζομαι από το συμβιβάζομαι
κακοσυνεύ(γ)ω: χειροτερεύω "Εκακοσύνεψε η πληγή."Κακοσυνεύγει ο καιρός!"Από κακός=κατάλ -εύω. Αντίθ. καλοσυνεύω "Αντέστε να πηαίνουμε μα εκαλοσύνεψε ο καιρός"
κακοσύνη: κάκιωμα, κακή διάθεση κατά κάποιου
κακουδέρης/κακούδης/κακουδέρικος/κακουδές/κακουλές/κακουσές: κακοφτιαγμένος, με κακή εμφάνιση
κακόφαγος: αυτός που του αρέσουν λίγα μόνο φαγητά ή αυτός που τρώει πολύ λίγο.Αντ: καλόφαγος
καλαθίνα: πλεγμένο από καλάμια ή βέργες μικρό καλαθοειδές φίμωτρο (βοοειδών συνήθως, για να μην τρώνε το σιτάρι, όταν αλωνεύανε κλπ) μεταφορ.-κοροϊδευτικά προς αδικαιολόγητα ντροπαλούς λέγανε: "ανέ ντρέπεσαι να πας, βάλε μια γ-καλαθίνα!"
καλαμοκάνι : μεγάλο μασούρι τυλίγματος μάλλινης κλωστής, από χοντρό καλάμι (καλάμι+κανί=κνήμη)
καλανταρίζω: βαδίζω γέρνοντας από εδώ κι από εκεί,τρικλίζω. Από το καλαντάρι(όργανο υφαντικής,στο οποίο μετακινείται συνεχώς η γυναίκα που διάζεται(αρχ δια+άττεται=βάζει το στημόνι στον αργαλειό)
καλαποδούδω(χαν) καλαποδίδω(ρεθ): καλά+αποδίδω= πηγαίνω καλά,έχω καλή εξέλιξη
καλέμι: εμβόλιο δένδρου καλαμοειδές. Απότο ελλ κάλαμος/καλάμιον/καλάμι.Τουρκ. kalem
καληνωρίζω: χαιρετώ κάποιον. Από καλή+ώρα=εύχομαι δηλ "καλή ώρα"Παράγ: καληνόρισμα
καληώρα: καλή ώρα,καλή στιγμή
καλημεντεύομαι /καλιμεντεύομαι: πηγαίνω (τάχα μου) καλά, υποτίθεται πως προκόβω.παράγωγο: καλημέντο "είντα καλημέντια έκανε τόσα χρόνια απού επαιδεύγουντανε;"(Λέγεται ειρωνικά.) Πιθανά από το καλό+μένος=πνεύμα,φρόνημα,μανία.>λατιν mens-mentis=νους. Κατά Ξανθ."ίσως από το ιταλ επίθ calmante=καταπραϋντικός
καλής λοής: καλού είδους λοή/λογή=είδος. Αντίθ: κακής λοής
καλιώ: καλώ,προσκαλώ.Το ι μπαίνει χάριν ευφωνίας
καλλιά(επίρρ): κάλλιο,καλύτερα. "καλιά ΄χω δέκα κοπελιές, παρά σαράντα γράδες!"
(ο) καλλιάς: ο καλύτερος, ο κάλλιος "ο καλλιάς του καλλιά, δε βρέθηκε!"
καλλικατσούνες: κακογραμμένα, άσχημα γράμματα Ξανθ: Από καλλι<καλός+κατσούνα
καλλουργίζω: οργώνω. Από το καλλιεργώ/αρχ καλλιεργίζω. Συνών ζευγαρίζω.Παράγ. καλλούργισμα,καλλουργιά=άροση,όργωμα
καλογιαννού ή καληγιαννού: νυφίτσα, ικτίδα (ζώο) Ίσως από το καλή+γεννού,αυτή που γεννά, δηλ αυτή που γεννά καλά,πολλαπλασιάζεται εύκολα. Κατά Ξανθ. "από καλή+Γιαννού κατ΄ευφημισμό).Συνών.ζουρίδα
καλοδικούσης: αυτός που φροντίζει, φέρεται καλά,υπολογίζει τους συγγενείς του.Από το καλός+δικούς(συγγενείς)
καλολοϊδια(τα): δώρα προς παιδιά,φιλέματα (γλυκά συνήθως). Από το υποκοριστ."καλολοϊδιον" εκ του καλή+λοή/λογή=είδος
καλόσειρος: αυτός που είναι από"καλή σειρά", καλή γενιά, ο ευγενής, γενικότερα ο αξιόλογος άνθρωπος. Παράγωγα:καλοσειράδα,καλοσειρίζω
καλόχαρος: αυτός που έχει "καλή χάρη",πράος,ήσυχος
καλοχερίδι:προσφερόμενο ξερό φρούτο ή καρπός πχ ξερά σύκα,αμύγδαλα,καρύδια κλπ(καλό+ χέρι)
"μού ΄δωκε τη γ-καλή χέρα"=με φίλεψε. Συνών αποχερίδι
καλύκι: υπόδημα,παπούτσι.Μάλλον από το αρχ κάλυξ=κάλυμμα εκ του καλύπτω, από την ρίζα ΚΑΛΥF εξ ου επίσης καλύβη,κέλυφος. Ο Ξανθιν. το γράφει καλίκι ετυμολογώντας το από το λατιν. caliga= υπόδημα, το οποίο όμως προφανέστατα προέρχ από το αρχαιότερό του ελληνικό
καλυκώνω (καλικώνω κατά Ξανθιν με την παραπάνω ετυμολόγησή του): προμηθεύω υποδήματα σε κάποιον.
καματερεύω/καματεύω(ένα μεγάλο ζώο): κάνω ένα ζώο,εκπαιδεύοντάς το, κατάλληλο για όργωμα ή άλλη εργασία. Από το αρχ.καματηρός<κάματος=κόπος. Στην καθομιλουμένη, ακαμάτης=φυγόπονος
καματερή (για ημέρα): ημέρα εργασίας (αντίθ. σχόλη/σκόλη)
καματερό ζώο: ζώο για όργωμα (συνήθως βοοειδές) καματερό χωράφι: καλλιεργημένο χωράφι
καμνυώ/κανυώ/κα(μ)νυουλίζω τα μάτια μου: μισοκλείνω τα μάτια μου από νύστα. Από το αρχ. καμμύω και καταμύω=κλείω τους οφθαλμούς
καμπανέλι: 1.η σταφυλή της στοματικής μας κοιλότητας 2.το λειρί του πετεινού (κόκκορα) 3. καθεμιά από τις δυο σαρκώδεις αποφύσεις κάτω από τον λαιμό ορισμένων αιγοειδών (τα "λάλαδα")
4.μικρό ορειχάλκινο κουδουνάκι αιγοπροβάτων ("καμπανελάκι") καμπανέλα: μεγάλο κουδούνι αιγοπροβάτων.Ετυμολ.βλ παρακάτω
καμπανίζω: ζυγίζω (βλ. παρακάτω)
καμπανός: 1.στατήρας,"καντάρι"(παλαιό είδος φορητής ζυγαριάς) 2.άλμα,"πήδος" 3. πολύ μικρό σταφύλι που κρέμεται στο κλήμα (όπως κρέμονται οι παλάντζες στην αρχαία ζυγαριά)
Κ.Ντ::Το Λεξ.αρχ. ελλην.Liddell&Scott αναφέρει: "κάμπανος=στατήρ, καντάρι. Γράφεται και καμπανός (σημ. Κ.Ντ: ήταν ζυγός με κρεμαστές παλάντζες) καμπανίζω=ζυγίζω κάμπτω=εν τη μουσική,στροφή,αιφνίδιος μεταβολή, "καμπαί ασμάτων"Φιλόστρ.620".
καναβός: γύπας.Κατά Ξανθιν. από το αρχ κοναβέω-ώ=(αντ)ηχώ, κοναβός/καναβός (κανάσσω=καταπίνω με θόρυβο)
κανάκι/κανάκιο: χάδι.Από το αρχ. καναχή (βλ. κανακίζω)
κανακίζω: χαϊδεύω (και τραγουδώ για κάποιον) νανουρίζω. Από το αρχ ελλ κανάσσω=ηχώ,θορυβέω,καναχέω/καναχή=θόρυβος, αντήχηση,ήχος μουσικών οργάνων ("πλήκτρου καναχή ιμερόεσσα"=γλυκό χτύπημα κιθάρας, Όμ.Ύμνος Απόλλ) αντιδάνεια:καντάδα,καντάτα.
κανίσκι: κάνιστρο με δώρα ή και δώρο χωρίς κάνιστρο (πχ σφάγιο για γάμο κλπ).Από το αρχ κανίσκιον, υποκοριστ. του κάνεον/κάννα=κάνιστρον εκ καλάμου,πλεκτόν κανίσκιον(L&S)
καντελέτο: βλ καδελέτο
καντήλα: κούπα ξέχειλη με κρασί (ίσως δηλ σαν γεμάτο με λάδι καντήλι) πιθανά από το αρχ κάνδυλος=κοίλωμα,άρα κύπη, κύπελο, "κούπα"
καντίνα: Τουρκάλα, χανούμισσα (τουρκ. kadin=γυναίκα)
καπαντίζω: υπερτερώ,εξουσιάζω.Πιθανά από το αρχ κάπος=ψυχή,πνεύμα, κάπω=πνέω,εκπνέω κύβη/κύβητον/καπαλή=κεφαλή(Άννας Τζιροπ "Έλλην Λόγος":Ησύχιος:"κάπυς το πνεύμα..και γαρ αυτή η κεφαλή,υπό Ρωμαίων κάπουτ κέκληται από του ..αυτήν πεπνείσθαι ") Κατά Ξανθιν. "από το τουρκ. kapamak=κλείνω."Όμως αυτή προέρχ. από την παραπάνω ή από το κύπελο, αρχ. κύπη
καπαρός: πυρόχρους,ξανθός.Αρχ καπυρός=ο έχων χρώμα ξηρών φύλλων, το υ μετατρ σε α όπως μυχώνω/μαχώνω(εγκλωβίζω) σίγυνον/ζίγανο(πευκοβελόνα στο Σέλινο)
καπάτσος: επιδέξιος.Αντιδάνεια λέξη από τα ιταλ (capacita=επιδεξιότητα) με ρίζα από την αρχ ελλ κάπυς/καπαλή (βλ καπαντίζω)
καπίστρι: λουρί στο κεφάλι γαϊδάρου ή αλόγου, στο οποίο με ένα κερκέλι που έβαζαν, έδεναν το σχοινί για να μεταδένουν το ζώο στα χωράφια ή στο παχνί για να μπορεί να βόσκεται.Το χαλινάρι έμπαινε πάνω από το καπίστρι για να δαμάζει το ατίθασο ζώο και να το κατευθύνει ο αναβάτης. Ετυμολ: υποκοριστ. του μεσαιων. κάπιστρον(από το αρχ. ελλ: κάπη=φάτνη, παχνί, κάπτω=χάφτω,τρώγω με βουλιμία,καταπίνω.)
καπότο: χοντρός μάλλινος μανδύας με κουκούλα.Από το αρχ ελλ κάπυς/καπαλή=κεφαλή, γιατί σκεπάζει την κεφαλή.Από την ελλ η ιταλ capotto. Συνών γαμπάς,αμπάς
καπουλοδέτης: ζώνη του σαμαριού που δένει στα καπούλια του ζώου (καπούλια+δένω/δέτης)
καραμπάσι: απόσταγμα από φύλλα και σπόρους δάφνης,δαφνέλαιο, θεραπευτικό για κοιλόπονο,διάρροια κλπ.Τουρκ. karabas
καρ(γ)ιάτζουλας,σκαργιάτζουλας(χαν) καράντουλας, καράντουρας(ρεθ): σκορπιός.Μάλλον από το αρχ ελλ σκαρφίον/σκάριφος=καρφί ή ακίδα σανίδας ή από το καρφί(με ευφωνική απάλειψη του φ) + ουρά(με την συνήθη μετατρ. του ρ σε λ και του λ σε ρ): καρ(φ)ί+ουρά/ κάρ(φ)ιάτζουρας/ καριάτζουλας, δηλ.αυτός που έχει καρφί στην ουρά ή που καρφώνει με την ουρά.Ή πιο απλά,από το σκαρφίον/καρφί, όπως παράγεται από το γλείφω το γλειφίτζουρας/γλειμμίτζουρας(βλ λέξη). Κατά Ξανθ: "ίσως από το ταράντουλα, ιταλ tarantola (δηλητηριώδης αράχνη)"
κάργας(ο): ο ζόρικος,ανένδοτος,ισχυρός "Μη μου κάνεις εμένα τον κάργα!"Από επιρρ. κάργα/καλλιά, ουσιαστ. ο καλλιάς=ο καλύτερος
κάρδας: βλ γκάρδας
καρέ: καρυδιά. Από το ουσ. καρυδέ με συγκοπή
καρεφυλλάτο: γαρύφαλλο
καρκαλάτη αίγα(σφακ): αίγα που έχει τρίχωμα διαφόρων χρωμάτων όπως έχει ο άρκαλος. Ξανθ:"Από το άρκαλος(βλ λέξη)+κατάλ.-άτος.Το αρκτ. κ από συνεκφοράμε προηγ. λέξη..."
καρκανιάζω: αποξεραίνομαι τελείως.Από το κάρκανο=εντελώς ξερό,φρύγανο, εκ του αρχ καρκαρίς=φρυγάνων φορτίον(L&S)
καρνάδος: κατακόκκινος "καρνάδα βιόλα". Ιταλ carnato=κρεατόχρωμος, από την αρχ ελλ λέξη κρέας και κάρνος=βόσκημα,πρόβατον
κάρτσα: βράκα (το γνωστό κρητικό ένδυμα) ή η γνωστή κρητική κιλότα, τύπου ιππασίας. Με μετατροπή του λ σε ρ όπως λέμε αδερφός/αδελφός, έτσι κάλτσα/κάρτσα, από το αρχ καλύπτω=σκεπάζω διά τινος πράγματος,από όπου και καλύβα, κάλπη, κέλυφος κλπ, από τις ρίζες ΚΑΛΥΒ ή ΚΑΛΥΦ και τις συγγενείς τους ΚΡΥΒ ή ΚΡΥΦ (από αυτές το κρύπτω, κρυφός. L&S). Κατά Ξανθιν.από το ιταλ calsa=κάλτσα. Όμως προφανώς αυτό προέρχεται από την ελληνική.
καρτσόνι: κάλτσα, υποκοριστικό της παραπάνω έννοιας ενδύματος που καλύπτει μέρος σώματος, αφού το καλτσόνι/καρτσόνι καλύπτει πολύ μικρότερο μέρος από ό,τι η κάρτσα.
καρφίχτης: καθρέφτης. Κατά Ξανθ. από το αρχ. κάτοπτρον/κάθοπτρον/κάθρεπτον/ καθρέπτης/καρφέχτης/καρφίχτης. Ίσως όμως από το θέμα καρ- του αρχ ελλ κάρα,κάρη=κεφαλή,επίσης κατά περίφρασιν άνθρωπος+φέγγ-της/φέχ-της/φίχ-της από το φως, φέγγω ή φύ-κτης/φύ-χτης, από το θέμα του παράγ. ουσ. φυ-ή= μορφή, όψη προσώπου (φάσις=εμφάνιση,φύση) εξ ων τα λατιν. facies=όψη, ιταλ. faccia, γαλλ. γερμ. αγγλ. face (Τζιροπ/Ευστ)
κάσα: κασίδα,λέρα,ρύπος Μάλλον από το αρχ κας=δέρμα (ρύπος δέρματος αρχικά)
κασάπης: χασάπης. Αντιδάνεια λέξη από το τουρκ. kasap, μάλλον παραγ. από την αρχ ελλην. χάσις=σχάσις,διάκρισις,χώρισις (πρβλ χάσμα=χαίνουσα οπή γης, ρήγμα γης.) Υπόψιν επίσης, κας=δέρμα. Κασαπηλεύω=σφάζω
κατακαυκαλιά/κατακαυκαλέ: χτύπημα κατά του καύκαλου, δηλ κατά της κεφαλής
κατάλυμα: ερειπωμένο σπίτι. Από το ρ. καταλύω με την έννοια καταρρίπτω, καταστρέφω
καταλυώ: σκοτώνω "να σε καταλύσω θέλει ανε το ξανακάνεις!". Από το αρχ. καταλύω
καταστένω: καθίσταμαι, ταχτοποιώ,φροντίζω,αναπτύσσομαι "μωρό γεννιέται ο άθρωπος, γέροντας καταστένει..."Από κατά+στένω
καταχανάς: βρυκόλακας,πεθαμένος που τάχα "ζωντανεύει"και "τρώει παιδιά". Από αρχ καταχαίνω=χάσκω πολύ (χάσκει και ...καταπίνει παιδιά!) Καταχανεύω=βρυκολακιάζω
καταχερίζω: δέρνω αλύπητα. (Κατά+χειρ/χέρα/χειρίζω/χερίζω)
κατεργάρης: πονηρός, αυτός που ξεγελά κάποιον. Κατεργάρης επί Βενετοκρατίας ήταν ο κωπηλάτης σε κάτεργο (κωπήλατο πολεμικό πλοίο) συνήθως κατάδικος ή χωρικός υποχρεωμένος σε αυτή την βαρύτατη,απάνθρωπη και πολύ επικίνδυνη αγγαρεία.Επειδή ο κατεργάρης προσπαθούσε συνεχώς, σκαρφιζόμενος μύρια όσα να αποφύγει ή να ελαφρύνει κάπως την αγγαρεία, πήρε αυτή την έννοια η λέξη
κάτης: γάτος ,απότο μεσαιων. ελλ. κάτος, λατιν. catus
κατίνα: σπονδυλική στήλη,ράχη,οσφύς "έθεκά του μια λαχτέ, απού τονε ξεκατίνιασα!". Ξανθ: Ιταλ catena=αλυσίδα, μεταφ. σπονδ. στήλη.Η λέξη αυτή παράγεται από την ελλην κάθεμα=περιδέραιο(Τζιροπ/Ευστ) ίσως όμως θα πρέπει να γράφεται "κατήνα"από το αρχ ρ καθήκω, ιων. κατήκω=κατέρχομαι (δηλ η "κατεβασιά", η σπονδ. στήλη που κατεβαίνει ως τη μέση)
κάτωλας ή κάτολας: κατωφέρεια όπου (μπορούν να) τρέχουν νερά(έτσι ονομαζόταν από παλιά πχ η περιοχή όπου είναι ο κατηφορικός δρόμος της οδού Μουσούρων ("Κεράδικα") στα Χανιά.Μάλλον από το επίρρ κάτω+λας. Κατά Ξανθ από το βενετσιάν. gatolo=οχετός
κατρουλήθρα: ουροδόχος κύστη.Από το ρ. κατουρέω-ώ/κατρουλώ+κατάλ -ήθρα(σημ. όργανο)
κατσηφάρα: ομίχλη.Ξανθ: Από το κατσηφιά, επίθ κατσηφός, αρχ κατηφής
"κάτσα-κάτσα" ή "κατσιά-κατσιά": πολύ αθόρυβα, μυστικά,χωρίς να γίνεται αντιληπτό. Από το κατσί/κατί/γατί που επιτίθεται στο θύμα του αθόρυβα με μεγάλη προφύλαξη,αιφνιδιαστικά.Παράγωγο ρήμα:παρακατσεύω
κατσίγαρος: απόλαδο, μούργα,κατακάθι λαδιού ή τηγανόλαδου. Ξανθ: Από το καθίγαρος(καθίζω+γάρος) με τσιτακισμό του θ όπως (αγ)καθόχοιρος/κατσόχοιρος
κατσικλής/κατσικλιάρης: απατεώνας, μπαμπέσης, μάλλον από το "κάτσα-κάτσα"ή "κατσιά-κατσιά"(βλ λέξη). Κατά Ξανθ. από το τουρκ kacikli=παράφρονας.
κατσομπαίνω (και κοτσομπαίνω): επεμβαίνω μουλωχτά. Από κάτσα(βλ. λέξη)+μπαίνω
κατσοπρίνι: (αγ)καθοπρίνι,πρίνος με αγκάθια.Από ευφωνική αποκοπή του α και μετατροπή του γκ σε κ και του θ σε τσ
κατσούλα: γαλή,γάτα,από το γατούλα με τσιτακισμό, όπως αλάτι/αλάτσι (κατσούλι=γατάκι)
κατσουλαμάτης/κατσουλός/κατσουλομάτης: 1. αυτός που έχει μάτια πονηρά ή χαδιάρικα σαν της γάτας 2. ο γαλανομάτης
κατσουλεύω: ερωτοτροπώ ζωηρά, "γκομενίζω".Από το κατσούλι, κάτσα/κατσιά
κατσούνα: μπαστούνι από λυγισμένο στην άκρη κλαδί πρίνου, αγριελιάς ή από άλλο σκληρό,ανθεκτικό ξύλο, Ετυμολ από μεγεθυντ. του κατσούνι (βλ λέξη)
κατσούνι: κυρτός σουγιάς. Ετυμολ. από το γάντζος/γατζούνι
κατσουνωτός: κυρτός. Από το κατσούνι
κατωμέρια: τα πεδινά, τα μη ορεινά μέρη.Τα κάτω μέρη. Αντίθ.πανωμέρια , τα ορεινά μέρη. Αντίστοιχα: κατωμερίτες-πανωμερίτες:"Κατωμερίτικο πουλί, έβγα στ΄απανωμέρι, απού ΄ναι το νερό κρυγιό και δροσερό τ΄αέρι!"
καυκί: 1.δοχείο για μετάγγιση υγρών,από φλασκί ή κομμένη στη μέση ξερή νεροκολοκύθα.Από το αρχ καύκη ή καύκα=είδος ποτηριού, καυκάλιον=αγγείο υάλινο (και καύκαλις/βαύκαλις/βουκάλιον, εξ ου το γαλλ.bocal, μπουκάλι)
2.μέτρο αρίθμησης αιγοπροβάτων:1 καυκί=20 ζώα. Πιθανά από την κάπη=φάτνη, με παραφθορά
καύκος: εραστής,αγαπητικός. Από το καύχος=κομπασμός, εκ του καυχώμαι (Ξανθ)
καφάς: τράχηλος,σβέρκος. Ξανθιν: Από το kafa=κεφαλή,κρανίο.Αλλά αρχαιότερο αυτού είναι το ελλ κάφος/κάπος/κύβη/καπαλή(κεφαλή)/"κυφή,Κρητ.αντί κεφαλή, Ησύχ." (Liddell&Scott)από αυτά λατιν caput=κεφαλή, ιταλ. capitale, αγγλ capital=κεφαλαιώδης,πρωτεύουσα,καπιταλισμός=κεφαλαιοκρατία (Τζιροπ/Ευστ)
κείτομαι: είμαι ξαπλωμένος, κοιμούμαι ή είμαι άρρωστος στο κρεβάτι. Από το αρχ κείμαι
κεντώ: βλ καιντώ
κερκέλι/κέρκελος: κρίκος σιδερένιος. Ριζίτ Διγενή: "Νά ΄χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια, να πάθιουν τα πατήματα, νά ΄πιανα τα κερκέλια!"Από το αρχ κρίκος,υποκοριστ. κρίκελος/κίρκελοςκέρκελος
κέρτος: σε άλλα μέρη της Ελλάδας, κιούρτος, πλεκτή με λεπτές βέργες κυρτή γύρω γύρω παγίδα για αλίευση ψαριών. Από το αρχκύρτος (δηλ.κυρτός) με τροπή του υ σε ε όπως κυρά-κερά, μυρωτικός (που έβαλε μύρο στο βαφτιστήρι) -μερωτικός σύντεκνος κλπ
κεφάλωπο: ρίφι (ερίφιο) με χρώμα κεφαλής διαφορετικό από του σώματός του(κεφαλή+κατ.-ωπο)
κηδεψιά/κήδεψη: φροντίδα για κάτι.Από το αρχ κήδομαι=φροντίζω, κήδος=φροντίδα (εξ ων: κηδεία)
κιαμέ!(επίρρ): ναι,βέβαια! Από το και+αμέ,από το αρχ. αμμή/αν μη
κιάμε!(επίρρ): όχι δα! όχι βέβαια!Από το και+αμέ,από το αρχ. αμμή/αν μη
κιαμεδά; : και τώρα; (κι αμέ εδά)
κιανείς,κιαμιά,κιανένα: κανείς, καμιά, κανένα γεν αρσ και ουδ. κιανούς ή κιανενούς, θηλ. κιαμιάς
κιαπόης(επίρρ): κι από κει και πέρα,ύστερα, Από το αρχ αφ΄ ης ( ης=της οποίας)
κιαπόκειας/κιαπός: κι από κει (και πέρα) κι αφότου, ύστερα.Ευνόητη η ετυμολ. τους.Το κιαπός από το κιαπόης
κιλύφι: μαξιλαροθήκη.Από το αρχ κελύφιον, υποκοριστ. του κέλυφος
κιοφτές: κεφτές. Από το κόπτω, "κοφτάδες"=κοπτόν κρέας, "περικόμματα κρεάτων".Από αυτό και το τουρκ. kofte (Τζιρ/Ευστ) πρβλκεμάς/κιμάς εκ του κεάζω=κόπτω (Ιππής 372)
Κίσσαμος: (από δημοσίευσή μου προ ετών στον τοπικό τύπο)
Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ Σ. ΝΤΟΥΝΤΟΥΛΑΚΗΣ
Έπεσε στα χέρια μου η πολύ αξιόλογη έκδοση των Δήμων Κισάμου - Μηθύμνης - Ιναχωρίου "Η Κίσσαμος των εναλλακτικών διακοπών σας". Βιβλίο ολόκληρο, με χρήσιμες ιστορικές επισημάνσεις και πληροφορίες για την περιοχή.
Επιθυμώντας να βοηθήσω στην αποσαφήνιση της ετυμολογίας της λέξης "Κίσαμος" (ή "Κίσσαμος") έχω να επισημάνω τα εξής, ελπίζοντας ότι σε μελλοντικές εκδόσεις, επανεκδόσεις κλπ. θα αποκατασταθεί η αλήθεια:
Στη σελ. 26 της καλαίσθητης παραπάνω έκδοσης, αναγράφεται: "... το όνομα αυτό (Κίσσαμος) κατά πάσα πιθανότητα είναι προελληνικό". Και παρακάτω (πολύ σωστά αυτό) απορρίπτει την εντελώς απίθανη και αυθαίρετη ετυμολογική θεωρία της λέξης, που επιχείρησε ο Αntonio Trivan, που αγνοεί την αρχαία ελληνική, γλώσσα, όσο, δυστυχώς, και οι "ειδικοί"που ελαφρά τη καρδία "ξεμπλέκουν"με την ετυμολογία της λέξης (και όχι μόνο αυτής) αποκαλώντας την... "προελληνική"!
Για να δούμε όμως, πόσο "δύσκολη"είναι η ετυμολογία και λογική - λογικότατη ερμηνεία της λέξης για όποιον ψάχνει - ερευνά λίγο παραπέρα απ'ό,τι μάθαμε στα σχολεία: Κυνώ σημαίνει φιλώ, στην αρχαία ελληνική.
Απ'αυτό προέρχεται το προσκυνώ (προς + κυνώ) προσκυνητής κλπ. Ο αόριστος του κυνώ είναι έκυσα ή κύσα.
Είναι γνωστό ότι οι δανεισμοί θεμάτων των ρημάτων (όχι μόνο στη νεοελληνική, μα και στις ευρωπαϊκές γλώσσες π.χ. kiss αγγλικά, kussen γερμανικά = φιλώ...) γίνονται συνήθως από το θέμα του αορίστου. Που είναι κυσ (αλλοιωμένα κισ-) στην προκειμένη περίπτωση (βλ. "Ελλην Λόγος", Αννας Τζιροπούλου - Ευσταθίου).
Ο Αριστοφάνης (Νεφ. 81) γράφει: "Κύσον με και την χείρα δος την δεξιάν". Ο Κισσός, λέγεται έτσι γιατί "κύσει" (φιλά) το δένδρο ή βράχο, τυλιγμένος σ'αυτό καθώς αναρριχάται. Αρα:
1. Πιθανά Κίσ(σ)αμος = Κισ- ή κυσ- και (ψ)άμ(μ)ος (άμμος).Κατά το έγκυρο μέγα λεξικό Ελληνικής Liddell & Scott: Ψάμμος ή ψάμμαθος=άμμος ενώ ψάμαθος (σημ. Κ.Ντ:με ένα μ όπως στην λέξη Κίσσαμος)=η παρά την θάλασσαν άμμος
Δηλαδή, τοποθεσία την οποία κύσει (φιλά, αγκαλιάζει) ή ψάμαθος/άμαθος (θαλάσσια άμμος). Οι Έβανς και Τσάντγουικ εξάλλου πριν 60 περίπου χρόνια κατέρριψαν την (μάλλον σκόπιμη...) πλάνη πως οι Μινωίτες δε μιλούσαν Ελληνικά, όταν αποκρυπτογράφησαν την Γραμμική Β και αποδείχθηκε πως ήταν Δωρική διάλεκτος και όχι "προελληνική"η ομιλούμενη Γλώσσα της Γραμμικής...
2. Αν πάλι πιθανολογηθεί ότι δεν ισχύει το δεύτερο συνθετικό (ψ)άμμος, Κίσσαμος, απλά σημαίνει "προσφιλής"τοποθεσία, "αξιαγάπητη"περιοχή, σε ελεύθερη απόδοση.Το -αμος σε αυτή την εκδοχή είναι απλή κατάληξη. Όπως λέμε Πέργ-αμος κλπ. Ίσως μάλιστα το α σε αυτήν είναι η που στην ομιλούμενη επί ονοματοθεσίας της δωρική διάλεκτο γίνεται α (πχ ταν ή επί τας=την ή επί της, το κάδος=το κήδος, δηλ. φροντίδα)
Σημειωτέο επίσης, για την ετυμολογία της λέξης "Καστέλι"το εξής: Κατά την εξαιρετική, διακεκριμένη ερευνήτρια γλωσσολόγο κ. Τζιροπούλου Ευσταθίου, στο προαναφερθέν μνημειώδες επιστημονικό της πόνημα για το οποίο, στην εισαγωγή του, εκφράζουν τον απέραντο θαυμασμό τους κορυφαίοι άνθρωποι των γραμμάτων καθώς και όλοι οι τέως και νυν πρόεδροι της Δημοκρατίας, στη σελ. 287 αναφέρεται: "Castellum: αλλοιωμένη προφορά του castrum όπερ εκ του castro=>κεάζω (αρχ. ελλην. ρίζα του "Κάστρο, Καστέλι"), ή κόσσω (σχίζω) εννοιολ. κτίσμα... castrat (γαλλική) castrato (ιταλ.) σημ. εκτομίας, εκ του ελλην. κεάζω - κόσσω –> αποσχισμένο. Αντιδάνειο: Κάστρο - Καστέλλι = απομεμακρυσμένο. Πρβλ.: από το τέμνω –> τέμενος"...
Για τον Ιναχο, προμινωϊκό εξ Αρκαδίας οικιστή της Κρήτης και το Ιναχώριο, θα μιλήσουμε άλλη φορά. Οπως και για τη μόνη λογική ερμηνεία - ετυμολογία της λέξης Αποκόρωνας: Υπό (συχνότητα το Υ και Η γίνεται Α στη γλώσσα μας + Κορωνίς (Κορώνη, στέμμα οροσειράς Λευκών Ορέων) και όχι... του αλόγου (!!!) κορώνα (Ιπποκορών(ε)ιον) όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Αποκόρωνας λέγεται, γιατί είναι υπό-από την Κορώνη, την οροσειρά των Λευκών Ορέων. Τι λογικότερο;...
Οσο για το αν τα "προελληνικά" - πελασγικά ήταν "μη ελληνικά"είναι ένα άλλο, τεράστιο θέμα...
κλιτά-κλιτά: με κλίση,πλαγίως
κλιτός: σκυφτός,παραπονεμένος.Επειδή κλίνει (σκύβει) την κεφαλή
κνεκνές/κνουκνές: βραδυκίνητος, ράθυμος, από το
κνουκνουκώ/κνουκνουκίζω(κρητ)=αργώ πολύ να κάνω κάτι,διστάζω,κάνω κάτι πολύ βαριεστημένα,κωλυσιεργώ. Ίσως (Ξανθ) από συμφυρμό των αρχ. ρημ. κνάω-ώ+κνίζω (σημαίνουν και τα δυο ξύνω,τρίβω, πράγ. κνησμός, κνίδωσις
κνησάρα: κόσκινο με λεπτές τρύπες για αλεύρι, κρησάρα. Από αρχ κρησέρα
κνησαρίζω: λεπτολογώ, μεταφορ. απότο ψιλοκοσκίνισμα
κνισάρι: ξίγγι αιγοπροβάτων γύρω από την κοιλιά,λεπτό, το περιτόναιο. Υποκοριστ. του αρχ. κνίσα=οσμή λίπους ψητού κρέατος
κοδέλες: 1.είδος υδρόφυτου,κορδελόσχημα βρύα. 2.παράσιτα κορδελόσχημα, στα έντερα αιγοπροβάτων ("κοδελιαρέ αίγα"). Από κορδέλες, με σίγηση του ρ
κοιλιδάντερα: κοιλιά και ένερα σφαγμένου ζώου.Συνών: κοιλοβέδουρα,απομεσούδια,γκουφικά(από το κούφια/κουφικά)
κοιμητέ: μέρος διαμορφωμένο πρόχειρα,συνήθως με μαλακό θάμνο όπως η καλοκοιμηθιά για προσκεφάλι, για να κοιμηθεί κάποιος στο ύπαιθρο.
κοινάτο/κοινιάτο/γκοινάτο: κοινοπραξία, συνήθως βοσκών μαντιν: "κοινιάτο έχω τσι καημούς, συμμισιακό τον πόνο κι αμοναχός τα βάσανα ολοχρονίς το χρόνο!".Από το κοινό/κοινά
κοιτάζω: 1.περιποιούμαι κάποιον, "άμε να κοιτάξεις το κοπέλι, για δεν εί΄ γ- καλά!" 2.κοιμούμαι, από την αρχ. κοίτη=φωλιά, κλίνη "εκοιτάξανε οι γι όρθες"(όρνιθες,κότες)
κοιτάσσω: κοιμούμαι.
κοκαλάς: σπάνιο είδος γυπαετού που κομματιάζει και τρώει κόκκαλα ζώων
κοκαλίζω; τρώγωκάτι σκληρό,τραγανίζω.Από κόκαλο+κατ. -ίζω
κοκαράδα: χαραγή,χαρακιά.Από τη ρίζα κο- (κόβω, εγ-κο-πή, κό-ψιμο, κό-πος κλπ)
κοκάρι: σαμά,σημάδι αναγνώρισης με τομή μπρός, πίσω,δεξιά,αριστερά, στο αυτί αιγοπροβάτου (ζερβό μπροσκόκαρο,δεξιό πίσωκόκαρο,κλπ)
κολέβδα: θήκη από δέρμα όρχεων κριγιού (κριού) που χρησίμευε ως αράι (βλ λέξη). Κατά Ξανθ, από αρχ.ουσιαστ.κολεός=θήκη,θηκάρι,πιθανώς από τον τύπο κολεϊδα, με παραφθορά
κολιακούδα/καλιακούδα: η κάργια.Από το αρχ. κολοιός
κολισαύρα: σαύρα με κοντή ουρά κατά Ξανθ, από το αρχ επίθ. κόλος=κολοβός+σαύρα
κολλημένος: ο πολύ αδύνατος,καχεκτικός(λέγεται ειρωνικά)
κολύμπα/κόλυμπος: λάκκος με νερά βροχής ή με θαλασσινό νερό σε παραλία με λακκούβες σε βράχια. Από αρχ. κόλυμβος, ρ. κολυμβάω
κομμάγρα: κομμάρα,έντονο αίσθημα απώλειας δυνάμεων,ατονία.Από το κόπτω/κόμμα+άγρα,δηλωτικό πάθησης ή κατάστασης, όπως ποδάγρα,νυστάγρα κλπ
κομμάτσουλα: τα κομματάκια
κομμεναρειό: λεπροκομείο.Από το κομμένος
κομμένος: 1."έκοψε το γάλα", "Μυαλοκομμένος είναι"δηλώνει κάτι χαλασμένο, νεροχωρισμένο
2.λεπρός άνθρωπος
κομμόλιθοςκομμόλιθρος/γομμόλιθος: σβώλος χώματος πολύ συμπαγής, σαν πέτρα, που θρυμματίζεται όμως εύκολα: "Εκομμολίθιασε το πιλάφι!"Από το κόπτω/κομμός+λίθος, με ανάπτ. ρ
κομμός: κόψιμο "δεν είναι δα και κομμός κεφαλής, να πάμε!"Αρχ. κομμός από το κόπτω
κομπίτσαλος/κομπίτσακας/κομπίτσα: ο σκόρος. Ίσως, κατά Ξανθ. από κόμπιτσα=κοψάς(είδος πόρπης).
κομπώνω: 1. κουμπώνω. 2.εξαπατώ,δειλιάζω,υποχωρώ. Από το αρχ. κομβόω=1.κουμπώνω 2.εξαπατώ,
κομπωτής: Όπως το αρχ. κομβωτής=επιθέτης,απατεών. Ριζίτ: "Μα ΄γώ περνώ και δε μιλώ κι η κόρη χαιρετά με! Πού πάεις κλέφτη τση χαράς και κομπωτή τσ΄αγάπης..."
κονταρίδα: δρόμος προς ένα μέρος, ο πιο σύντομος από άλλους.Από το κονταρίζω, όπως αναγυρίδα
κοντίνου(επίρρ): συχνά. 'Έρχεται κοντίνου στο γ- καφενέ κι ελόγου ντου". Αντιδάνειο από το ιταλ. continuo=συνεχής,το οποίο είναι από το ελλην. συντείνω (Τζιροπ.Ευστ)
κοντοκλιό/κοντοκλιά: μικρόσωμο,μικρόσωμη. Από κοντό+κώλος με συγκοπή του ω
κοντυλίζομαι: νιώθω να φράζει, να πνίγεται ο λαιμός μου, από γρήγορη κατάποση τροφής ή νερού, ενώ μιλούσα ταυτόχρονα. Από το αρχ ουσ. κόνδυλος=εξόγκωμα (στον λαιμό)/κονδυλίζομαι
κοπανέ: 1.χτύπημα με κόπανο ή ραβδί 2."μια κοπανέ/μιας κοπανιάς επήγα"=μια στιγμή, μια φορά επήγα 3."μιας κοπανιάς, νά σου τονε μπροστά μου!"=ξαφνικά, νά τονε μπροστά μου
κοπέλι/κοπελούρι: αγόρι,παιδί (μεσαιων.ελλ. κοπέλιν, κόπελος=υπηρέτης,ιταλ.copelo). Κ.Ντ: Από το αρχ. ελλ.κοπιάω=κουράζομαι, κοπόω=κουράζω,ενοχλώ
κοπελίζω: φέρομαι σαν κοπέλι, παιδιαρίζω
-κοπώ: κατάληξη ρημ. που δείχνει πως κάνω εντατικά κάτι: χαροκοπώ,βρωμοκοπώ,ιδρωκοπώ
κορακιάζω: 1.ξεραίνομαι από δίψα, διψώ πάρα πολύ 2.μαυρίζω σαν τον κόρακα.
κοράκιο: ασθένεια αιγοπροβάτων από στέρηση νερού ή κακόηθες, σκούρο δερματικό εξόγκωμα
κοργιάλλι(ρεθ)/κουργιάλλι(χαν): κάτι απόλυτα καθαρό "έπλυνα τα σεντόνια, τά ΄κανα κουργιάλι!". Από το κοράλλι
κοργιαλός/κουργιαλός/κούργελος: μεγάλο κοχύλι σχήματος χωνιού, η "μπουρού",που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί σαν τηλεβόα.Κ.Ντ: Από το αρχ. κόρυς=κορυφή(έχει κορυφή,είναι μυτερό στο ένα άκρο) + αλς/αλός=θάλασσα (εξ ου άλας, αλιεύω κλπ)
κόρδα: 1.χορδή μουσ. οργάνου 2.δρόμος ευθύς χωρίς κλίσεις. Από το αρχ. δωρικό χορδά=χορδή, λατ.chorda, μεσαιων. κόρδα
κορδίζω: τεντώνω το κορμί,κορδώνω
κορδοκώλι: στενό παντελόνι. Παλιότερα, περιπαιχτικά,γενικά κάθε "φράγκικο"παντελόνι σε αντίθεση με την ευρύχωρη βράκα. Από κόρδα+κώλι (κωλίον) υποκορ. του κώλος
κορκός: 1.κρόκος αυγού 2. μεταφορικά, το καλύτερο μέρος πράγματος: "Ετούτονέ το χωράφι είναι ...κορκός!" .Από το αρχ. κρόκος, όπως από ζωγράφος/ζγωράφος/ζγουράφος, από προπατώ/πορπατώ
κορνιάζω/κορνιώ/κορμιάζω: 1.μουδιάζω: "εκόρνιασε η χέρα μου" 2.υποχωρώ,διστάζω,τρομάζω: "Έβαλά του τσι φωνές κι εκόρνιασε". Ξανθ:Από το κορμί/κορμιάζω
κοτσομπός και υποκοριστ. (το)κοτσομπίθι: κοντούλης,μικροκαμωμένος,κολοβός,κομμένος στην κορυφή. Από το αρχ. κόσυμβος=άκρη
κουζουλός: στερούμενος σοβαρότητας, πολύ επιπόλαιος, τρελός μα και αυτός που δε λογαριάζει κινδύνους κατ΄αντίθεση με τον "φρόνιμο", τον ραγιά: "Οι κουζουλοί την κάνανε αθάνατη την Κρήτη!"
Οι ετυμολογ. απόψεις διίστανται: Από το ...κούζα=στάμνα χωρίς χέρι+κατάλ.-ουλός (Ν.Ανδριώτης) από το κουλός+ζουρλός (Στέφ.Ξανθουδίδης) ή (αν είναι δυνατό!)...από το τουρκ. kuzulu=προβατίνα με αρνί! επειδή λέει κάειπαλαβά πηδήματα το αρνί! (Τριανταφυλλίδης)
κούκλης: κόκκορας, από το κούκλα/κούκλος
κουλούκι:σκυλάκι, από το υποκοριστικό κυλάκιον/σκυλάκιον του σκύλος.
κουλουκουρά/κουλουκουρίζω ήκωλοκουρίζω: το ανοιξιάτικο κούρεμα του πίσω μέρους των προβάτων, από το κωλο+αρχ.κουρίζομαι(κουρεύομαι)
κουλουμούντρι/κουλουμούντρα/κουλουμούντρισμα:τούμπα. Ξανθιν: Από τα κωλο+μούτρι.
κούμος: μικρός πετρόχτιστος θολωτός χώρος πρόχειρης διαμονής βοσκών.Από το αρχ.κύμα=διόγκωση, εξ αυτού το φούσκωμα θαλάσσιου νερού εκ του ρ.κύω .
κουμπές:θόλος, αντιδάνεια τουρκική λέξη ελληνικής ρίζας, από το κύβη και κύμβη=κοίλον αγγείον ή ποτήρι ή κεφαλή, επίσης κύμβαλον, κύπελλον.
κουνενός:δοχείο υγρών χωρητικότητας περίπου μισής οκάς (640 γραμμαρίων) κουνενίδα, δοχείο δυο οκάδων, δυόμισι κιλών περίπου. Από το ρ. κουνώ επειδή είχαν σχήμα κατάλληλο για ανακίνηση, κούνημα υγρών.
κούντουρος:κοντός, από κοντό+ουρά.Κουντουρίζωκάτι=κονταίνω κάτι.
κούπα:κύπελλο.Από τα αρχ.ελλην. κύπη, κύπελλον,κύμβη, ρίζα κυ- (κυρτόν κύ-κλος)σημαίνει καμπυλότητα. Από αυτά και το λατινικό cupa.
κουράδι:κοπάδι αιγοπροβάτων.Πιθανή ετυμολογία: 1. Από το αρχ. ελλην. κορέω-ώ(εξ ού και το λατιν. curo, ιταλ. curare)=καθαρίζω,φροντίζω, επιμελούμαι, γιαυτό κατά την άποψή μου, λάθος το ετυμολογούν κάποιοι από το παράγωγο, ελληνικής ρίζας λατιν. curator (φροντιστής) Το κοπάδι που φροντίζει δηλαδή ο βοσκός. Ή 2. Από την κουρά=κούρεμα (οι Κρητικοί βοσκοί λένε "κουρά των προβάτων").Κουράδι, προφανώς επειδή το κουρεύουν.
κουργιάλι/κοργιάλι:το πεντακάθαρο. Από το κοράλλι.
κουργιαλό: για αιγοπρόβατα,με κατάμαυρο γυαλιστερό τρίχωμα.Κ.Ντ: Μάλλον ως δηλωτικό μαύρου σαν τον κόρακα, από το θέμα κορακ- του κόραξ/κόρακος+κατάλ. -αλό, όπως λέμε πράο-πραγαλό, μάλλον έτσι έχουμε: κορακιαλό/κορκιαλό/κοργιαλό/κουργιαλό.
κουρκουνώ/κρουκουνώ:ταρακουνώ δυνατά, από το κρούω+κουνώ
κουρμούλα, αμπελοκουρμούλα:ο κορμός ενός κλήματος του αμπελιού. Κορμός/κορμούλα/κουρμούλα
κουρνός: ασπρόμαυρος.Από το μαύρο με άσπρη κοιλιά πουλί κουρούνα, αρχ. κορώνη.Συνώνυμο το ουσιαστ. χελιός.
κουρούπι/κουρούπα: πιθάρι. Από το κυρτιάω/κυρτός
κούρτα: μάντρα. Από το κυρτός, επειδή είναι κυκλική, κυρτή συνήθως. Η ιταλική corte=αυλή, είναι παράγωγη Παράβαλε επίσης, κέρτος/κιούρτος, από την ίδια ρίζα.
κουρφός/κουρφά:κρυφός, κρυφά.
κούτουλος: ο χωρίς κέρατα τράγος ή κριός. Από το κούτελο. Συνώνυμο κούτρικος, από την κούτρα, κούτελο.
κουτσάκι: μικρός πάσσαλος, συνήθως για δέσιμο αίγας ή προβάτου.Από το κόπτω/κόβω/ κοψάκι.
κουτσοκανώ/κουτσουκαμνώ/κουτσοκανιώ: μισοκλείνω πονηρά συνήθως το μάτι μου. Από το κουτσο+αρχ. καμμύω/καμνιώ/κανιώ=μισοκλείνω
κουτσούλα: τρύπα στο πάνω μέρος του φούρνου, που την κλείνουν όταν πυρώσει ο φούρνος.Από το κουτσουλώ.
κουτσούνα: κούκλα φτιαγμένη από πανιά ή λαμπριάτικη κουλούρα σχήματος κούκλας.Κατά Ξανθιν. ίσως από το κουτσο+τσούνα/κοψοτσούνα.
κουτσουνάδα: παπαρούνα, Κ Ντ: Μάλλον από αρχ. κύτινος= κάλυξ της ροιάς δηλ. της παπαρούνας. Κυτινάς/κυτινάδα κουτσινάδα/κουτσουνάδα.
κοφίνι/κοφίνα/κοφινίδα:1.Πλεχτό με βέργες μακρόστενο καθ΄ύψος καλάθι ή πλεχτή με βέργες κυψέλη.2.Μακρόστενη κατασκευή από την οποία περνά ο ελαιόκαρπος για να πέσει στις μυλόπετρες. Από το αρχ. κόφινος.
κοχιάζει:απαγκιάζει.Από το κόγχη/κόχη=προστατευμένο, απάνεμο μέρος.
κράι (το): παγωνιά, δριμή κρύο.Από τη λέξη κρύο.
κράνα: κρήνη, πηγή. Δωρικός τύπος κράνα.
κρέβατος: καδελέτο (βλ. λέξη) ειδικό, πλεχτό με χοντρές βέργες συνήθως, ξύλινο φορείο που είχαν στα νεκροταφεία για μεταφορά του νεκρού. Από το αρχ. κράββατος ή κράβατος=ανάκλινδρον, κλίνη/νεοελλ.κρεβάτι.
κρεμανταλέ/κρεμανταλιά:ορμαθιά, αρμαθιά.Από το κρεμώ/κρεματαριά πρβλ κρεμανταλάς
κρησάρα:κόσκινο, αρχ. κρησέρα=κόσκινο λεπτό.
κριγιός:κριός.
κρούσσιαή κρόσσια: τα θυσανωτά νήματα γύρω, στις άκρες παλιών κρητικών ενδυμάτων, εργόχειρων ή του κρητικού κεφαλομάντηλου.Από το αρχ. κροσσός=θύσανος,υποκοριστικό κροσσίον.
κρυγιός,κρυγιά / ηκρυγιότη:κρύος,επίσης κρύο το κρύος=το κρύο, κρυγιαδερός=κάπως κρύος, κρυγιαίνω=κρυώνω.
κύρης: ο πατέρας. "Έμπεψέ με ο κύρης μου.."
Λ
λα: λέγεται περίπου με την σημασία του επιτέλους πχ "Σώπα λα!""Άμε λα!"Ετυμολ. από την φράση "λέω εδά"/λωδά/λά.
λαβέτζι (το): ο λέβητας (αρχ.λέξη) καζάνι.
λαβώνω: ματιάζω.Αρχ. λαβή=τραύμα
λαγκός:λαγκάδι, στενή κοιλάδα μεταξύ βουνών.Από το λάκκος.
λαγωνάρης:αυτός που λαγωνεύει, που κυνηγά λαγούς, κυνηγά γενικά.
λαδικό: κουτσομπόλα. Από το μεσαιωνικό λαδικόν=ελαιοδοχείο
λαδωπό:αιγοειδές μαυριδερό με άσπρο τρίχωμα στην κοιλιά.
λάλη(Χανιά)λαλά(Ρέθυμνο)/λάλος: Γιαγιά, παππούς. Επειδή στην παλιά παραδοσιακή οικογένεια λαλούσαν (μιλούσαν) πολύ αναθρέφοντας και διδάσκοντας τα παιδιά.
Λαλώ:1.Μιλώ."Δε γροικάς απού λαλώ;" 2.Οδηγώ τα ζώα:. "Λάλιε(οδήγα τα) τα ωζά στην κούρτα". 3. Αναγκάζω κάποιον να πηγαίνει εκεί που του λέω ή να κάνει όπως θέλω: "Κάκορίκε (κάκομοίρη) έζεψέ ο ...διάολος σε και σε λαλεί και πηαίνεις!" 4.Πάρε δρόμο, φύγε από εδώ, δε σε θέλουμε εδώ: "Λάλιε πέρα μωρέ από ¨παέ!"Όλα από το αρχαίο λαλώ/λαλιά, από το οποίο προέκυψαν και οι άλλες ερμηνείες.
λαντουρώ/λαντουρίζω: καταβρέχω, ραντίζωκάνω μούσκεμα.Ξανθ: Από το ραντίζω/ραντουρώ/λαντουρώ.
λαπούρδα: το λίπος της κοιλιάς, στα "φτενά"του ζώου.Από το αρχ.λαπαρός.
λάτης: οδηγός κοπαδιού τράγος (μπροσταρότραος) ή κριός.Από το ελαύνω(προχωρώ)ελάτης/λάτης.πρβλ: δρομολάτης, ποδηλάτης.
λαφτακά (και γλαφτακά):παφλάζει, καταχτυπά. Λέγεται για υγρά, πχ "γέρνε σιγά σιγά τη λαϊνα στο μαστραπά, μη λαφτακά και χύνεται το νερό τση".Από το αρχ. λάπτω=αναρουφώ, καταπίνω με θόρυβο.
λαχτέ : λάκτισμα. "έδωκέ μου μια λαχτέ απού με σακάτεψε!"Από το λακτίζω/λακτιά/λαχτιά/λαχτέ.
λεζέτι: γούστο,νοστιμάδα πχ "αυτός μωρέ δεν έει λεζέτι απάνω ντου!"κατά Ξανθ. από το τουρκικό lezzet(γεύση)
λειχούτης: λειχούδης, αρχ. λείχω=γλείφω+κατάληξη -ούδης.
λέρι (το):κουδούνι αιγοπροβάτων.Από αρχ.λύριον, υποκοριστικό της λύρας ή κατ΄΄αλλους από τον ήχο του που μοιάζει με "λερ-λερ".
λέσκα (η):κατακόρυφος, απρόσιτος γκρεμός στον οποίο μερικές φορές "λεσκώνουν", παγιδεύονται δηλαδή τα αιγοειδή.Κατά τον Γ.Πάγκαλο από το αρχ.λέχομαι (πλαγιάζω)/λέσχη
παρασιά (η) πυροστιά, κεντρική και βόρεια Ελλάδα.
Δεν την βρήκα στο έγκυρο λεξικό δυτικοκρητικού ιδιώματος του Ξανθινάκη, δεν έχω πρόχειρο το άλλο έγκυρο λεξικό, του Δετοράκη, του ιδιώματος ανατολικής Κρήτης, μήπως εκεί υπάρχει ετυμολόγησή της.
-Η κατ΄εμένα ετυμολόγηση, την οποία έβαλα στις 26/7/2017 και στην Βικιπαίδεια, είναι η εξής:
Η γλώσσα μας ακριβολογεί, είναι η μόνη ζώσα "εννοιολογική γλώσσα". Δηλαδή ταυτίζεται το σημαίνον (η λέξη) με το σημαινόμενο (αυτό που σημαίνεται από την λέξη, το αντικείμενο).
Εννοιολογική λοιπόν η ετυμολόγηση της λέξης πυροστιά-παρασιά:
Προφανώς από το πυρ+εστία: πυρός εστία-πυρο-εστία -πυροστιά, όπως λένε την φωτιά στο πυρομάχι(τζάκι) στην Ήπειρο και στην κεντρική Ελλάδα στα χωριά.
Χάριν ευφωνίας και λόγω τοπικού ιδιωματισμού γίνεται η πυροστιά-παραστιά-παρασιά τελικά στην Κρήτη.
Εννοιολογική λοιπόν η ετυμολόγηση της λέξης πυροστιά-παρασιά:
Προφανώς από το πυρ+εστία: πυρός εστία-πυρο-εστία -πυροστιά, όπως λένε την φωτιά στο πυρομάχι(τζάκι) στην Ήπειρο και στην κεντρική Ελλάδα στα χωριά.
Χάριν ευφωνίας και λόγω τοπικού ιδιωματισμού γίνεται η πυροστιά-παραστιά-παρασιά τελικά στην Κρήτη.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑΔΙΑΚΑ )
Πηγές,βοηθήματα,βιβλιογραφία:
Αντωνίου Ξανθινάκη: "Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος", Πανεπιστημ. Εκδόσεις Κρήτης, 2000.
Σταμάτη Αποστολάκη: "Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης", Γλωσσάρι σελ.565-588, εκδ."γνώση", 1η έκδοση, καλοκαίρι 1993.
Αριστείδη Κριάρη: "Κρητικά Άσματα",εκδ.1920- "Μικρόν Λεξιλόγιον"στις σελ. 186-197 του βιβλίου.
Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη: "Συλλογή ξενόγλωσσων λέξεων της ομιλουμένης εν Κρήτη"Χανιά 1952.
Λεξικό Σουίδα: 10ος αι.μ.Χ. σύγχρονη έκδ. "Θύραθεν".
Liddell & Scott: Οκτάτομο "Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης" 2η έκδοση, 2006, εκδ. Πελεκάνος.
Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου: "Έλλην Λόγος πώς η ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο"
4η έκδ. 2006, εκδ. "Βιβλιοθήκη των Ελλήνων".
Μακάριος Π. Πελέκης: "Λεξικό ρημάτων της αρχαίας ελληνικής", εκδ. Σαββάλας 1999.
Γεώργιος Παπανδρεόπουλος:"Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας",εκδ. Ρώσση,3η έκδ. 1994.
Ηλίας Τσατσόμοιρος: "Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας από τον έλλοπα-θηρευτή μέχρι την Εποχή του Διός". εκδ.Δαυλός, 1991.
Κώστας Σπ. Ντουντουλάκης: "Η επίδραση της Ελληνικής στις άλλες Γλώσσες".Ανέκδοτη ακόμα μελέτη, παρουσιασθείσα δημόσια προ ετών υπό την αιγίδα της Νομ.Αυτοδ/σης Χανίων στο Πολιτιστικό Κέντρο της Μητρόπολης Χανίων.
Προσωπικές καταγραφές,σημειώσεις,παρατηρήσεις Κώστα Σπ. Ντουντουλάκη
Προσωπική καταγραφή λέξεων κρητικής τοπολαλιάς από Ανδρέα Περράκη
(Η λεξικογράφηση θα συνεχιστεί για καιρό, διαρκώς εμπλουτιζόμενη και διορθωνόμενη)